ἐπαναφορά

From LSJ
Revision as of 17:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναφορά Medium diacritics: ἐπαναφορά Low diacritics: επαναφορά Capitals: ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ
Transliteration A: epanaphorá Transliteration B: epanaphora Transliteration C: epanafora Beta Code: e)panafora/

English (LSJ)

ἡ,
A referring, reference, ἐπί τι Arist. EN1130a29; πρός τι Thphr.HP1.2.4.
2 reference of a question to an assembly, And.3.33; to the people, Harp.
II Rhet., repetition of a word at the beginning of several clauses, Longin.20.2 (pl.), Demetr.Eloc.61, Hermong.Id.1.12, Ps.-Plu.Vit.Hom.33.
III rising, ἀτμῶν Aret.CA1.6.
IV Astrol., τόπος which follows a κέντρον (q.v.), Ptol.Tetr.112, S.E.M.5.14, Paul.Al.L.2.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Berichterstatten zur Entscheidung, Andoc. 3, 33. – Die rhet. Figur der Wiederholung eines Wortes am Anfange der Satzglieder, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναφορά: ἡ, τὸ ἀναφέρειν τι ἐπί τι, γίνεται ἡ ἐπαναφορὰ ἐπί τινα μοχθηρίαν ἀεί, οἷον εἰ ἐμοίχευσεν ἐπ’ ἀκολασίαν, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 2, 5· πρός τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 4. 2) τὸ ἀναφέρειν ζήτημά τι εἰς ἀνώτερον δικαστήριον, τὴν ἀσφάλειαν ἡμῶν τῆς ἐπαναφορᾶς Ἀνδοκ. 27. 37. Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «ἐπαναφορά: τὸ ἀναφέρειν καὶ ἀνακοινοῦσθαι τῷ πλήθει». ΙΙ ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ ἐπανάληψις τοῦ αὐτοῦ μορίου ἐν ἀρχῇ πολλῶν κώλων, Λογγῖνος 20. 2, Πλουτ. Βίος Ὁμήρου § 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, τὸ σημεῖον τὸ παρακολουθοῦν τῷ κέντρῳ, Πτολεμ. Τετραβ. 112, 113, Σέξτ. Ἐμπ. 731. 3, Βασίλ. Ι. 12Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαναφορά) επαναφέρω
νεοελλ.
1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάστασηεπαναφορά του φόρου»)
2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη θερμοκρασία της μεταμορφώσεως, και η παραμονή για απόψυξη, οπότε εξαφανίζεται η βαφή
αρχ.
1. αναφορά, απόδοση κάποιου πράγματος σε κάτι
2. εισήγηση ενός θέματος στο δικαστήριο ή στο πλήθος
3. αναθυμίαση
4. αστρολ. τόπος που βρίσκεται μετά το κέντρο
5. (ρητ.) σχήμα λόγου στο οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων ή περιόδων, αλλιώς αναφορά, επάνοδος, επανάληψη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναφορά: ᾶς ἡ
1) отнесение или подведение, сведение (ἐπί τι Arst.);
2) астр. восхождение Sext.;
3) рит. эпанафора (повторение одного и того же слова в начале смежных стихов или предложений).