ἵδρυμα

From LSJ
Revision as of 17:38, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵδρῡμα Medium diacritics: ἵδρυμα Low diacritics: ίδρυμα Capitals: ΙΔΡΥΜΑ
Transliteration A: hídryma Transliteration B: hidryma Transliteration C: idryma Beta Code: i(/druma

English (LSJ)

ατος, τό, A establishment, foundation, Ἰάσονος ἵ. Str.6.1.1, cf. Plu.Marc.20; Ποιῆσσαν χαρίτων ἵ. Call.Aet.3.1.73. 2 temple, shrine, θεῶν Hdt.8.144, A.Ag.339, cf.Ch.1036, E.Ba.951, Pl.Lg.717b, etc.; statue, δαιμόνων ἵ. A.Pers.811, cf. Arr.Epict.2.22.17. 3 τὸ σὸν ἵ. πόλεως the stay, support of thy city, of chieftains, E.Supp.631 (lyr.). [ἵδρῠμα Call. l.c. (s. v.l.); ῐ by nature, Lyc.1032.]

German (Pape)

[Seite 1238] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fondement, fondation;
2 demeure, particul. demeure sacrée, temple;
3 statue.
Étymologie: ἱδρύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἵδρυμα: τό, (ἱδρύω) οἰκοδόμημα ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος ἵδρυμα Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ ἕδος, ναός, ἱερόν, θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, Πλάτων. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ ἄγαλμα, δαιμόνων ἵδρυμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιον, στήριγμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. ἔρεισμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἵδρυμα) ιδρύω οικοδόμημα, κτίσμα
νεοελλ.
οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)
αρχ.
1. ναός, ιερόἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)
2. άγαλμαἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)
3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα της πόλης (Ευρ.).

Russian (Dvoretsky)

ἵδρῡμα: ατος τό
1) возведение, сооружение, основание, постройка: ἵ. λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. говорят, что (этот) храм был воздвигнут критянами;
2) святилище, храм (θεῶν Her.);
3) жилище, обитель (τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur.);
4) изображение, изваяние, статуя, кумир (δαιμόνων Aesch.; ἱδρύματα πατρῴων θεῶν Plat.);
5) основа, столп, устой (πόλεως Aesch.).

Middle Liddell

ἵδρῡμα, ατος, τό, ἱδρύω
1. a thing founded or built, a foundation, Plut.
2. like ἕδος, a temple, shrine, Hdt., Aesch., Eur.
3. τὸ ἵδρυμα πόλεως the stay, support of thy city, Lat. columen rei, Eur.