ὠτειλή
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἡ, A wound, esp. a fresh, open wound, Il. (acc. to Ammon. Diff.pp.104,144, opp. οὐλή) ; δεῖξεν . . αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξὠ. 11.266, cf. 17.297; δόρυ χάλκεον ἐξὠ. εἴρυσε 16.862; ὠτειλὴν . . δῆσαν ἐπισταμένως Od.19.456;—Aristarch. considered ὠτειλή as restricted in Hom. to a wound inflicted hand to hand, not by a missile, χαλκοτύπους ὠ. Il.19.25, and therefore he rejected as spurious 4.140, 149, cf. Sch.Il.4.140, 11.266, 18.351. II after Hom. (esp. in Hp.) generally, wound, whether recent or not, κίνδυνος ἂν εἴη συρραγῆναι τὰς ὠ. Hp.Art.11; also, the mark of a wound, scar, ὅταν τὰ ἕλκεα ἐς ὠτειλὰς ἴῃ ibid., cf. Ruf.Ren.Ves. Praef.: ulcer, Gal.19.157:—once in X., τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν τὰς ὠτειλὰς [φανερὰς add. codd. plerique] εἶχεν An.1.9.6, cf. Plu.Cor. 14, 2.276d, Jul.Caes.309c. (Prob. fr. οὐτάω (so Sch.A Il.14.518); cf. οὐταμένη ὠτειλή Il.14.518, 17.86; Aeol. ὀτέλλα (sic) Jo.Gramm. Comp. (in Hoffmann Die griechischen Dialekteii.488); cf. γατειλαί (for ϝατ-) and βωτεάζειν, βωτάζειν).)
Greek (Liddell-Scott)
ὠτειλή: ἡ, τραῦμα, μάλιστα δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν τραῦμα, Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ οὐλή)· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον τραῦμα προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ συστάδην, δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ λέξις κυρίως ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος εἴτε προσφάτου εἴτε μή, 788Α, κλπ.· ὡσαύτως σημεῖον ἰαθέντος τραύματος, οὐλή, 789C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― ἅπαξ παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐτάω, τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
blessure :
1 dans Hom. blessure fraîche, ouverte;
2 blessure fermée, cicatrice en prose touj. en ce sens.
Étymologie: οὐτάω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και ὠτέλλα, ἡ, Α
1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος
3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. της ίδιας σημ., όπως με λιθουαν. votis και votēfis, λεττον. vats, καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος γατείλαι
οὐλαί και βωτεάζειν
βάλλειν, οδηγούν στην ύπαρξη αρκτικού F. Το γεγονός, ωστόσο, ότι στην επική προσωδία δεν υπάρχουν ίχνη παρουσίας F οδήγησε στην αναγωγή της λ. σε αρχικό τ. ὀFaτελjα. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. οὐτάω «τραυματίζω» και με τη λ. ἄτη (< ἀFa-τη) δεν διευκολύνει σε τίποτε την ετυμολόγησή της].
Greek Monotonic
ὠτειλή: ἡ,
I. τραύμα πρόσφατο· δεῖξεν αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, στο ίδ.
II. σημάδι τραύματος, πληγή, ουλή, σε Ξεν., Πλούτ., (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὠτειλή: ἡ
1) рана (ἔρρει δ᾽ αἷμα κατ᾽ οὐταμένην ὠτειλήν Hom.);
2) рубец от раны, шрам (ὠτειλοιὶ φανεραί Xen.): ὠτειλαὶ ἀπὸ πολλῶν ἀγώνων Plut. рубцы от ран, полученных во многих сражениях.
Middle Liddell
ὠτειλή, ἡ,
I. a wound just inflicted, δεῖξεν αἷμα κατάρρεον ἐξ ὠτειλῆς Il.; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Il.
II. the mark of a wound, a scar, Xen., Plut. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ὠτειλή: (Hom., Hp., X., Pln. u.a.),
{ōteilḗ}
Forms: äol. (Gramen.) ὠτέλλα
Grammar: f.
Meaning: Wunde, bei Hom. besonders mit Bezug auf den Nahkampf (ausführlich Trümpy Fachausdrücke 93 ff. m. Lit.).
Derivative: Davon ὠτειλόομαι (περι-, ἐν-) vernarben (Hp., Aret.), -ῆθεν von der Wunde (Orph.).
Etymology : Bildung unklar (vgl. Schwyzer 532 Zus.); gegen die Zusammenstellung mit dem lit. Demin. vot-ẽlis (von votìs bösartiges, offenes Geschwür) mit Recht WP. 1, 211. Auch etymologisch strittig. Denkbare griechische Verwandte sind γατάλαι (= ϝατ-)· οὐλαί H., οὐτάω verwunden, βωτ[ε]άζειν (= ϝωτ-)· βάλλειν H. und, weniger wahrscheinlich, ἄτη (< ἀϝάτη) Schaden, Schuld, Verblendung. Aus anderen Sprachen kommen hinzu lit. votìs (s. ob.) nnd das damit identische lett. vâts ‘(eiternde) Wunde’. — Ausführlich über die ältere Diskussion Bechtel Lex. s.v., wo eine Grundform *ὀϝατελι̯ά (bei Hom. überall bis auf τ 456 prosodisch möglich) empfohlen wird; dazu Seiler Sprachgesch. u. Wortbed. 409 ff., auch WP. 1, 211, Pok. 1108 und Fraenkel s. votìs.
Page 2,1153