ἡσύχιος

From LSJ
Revision as of 17:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιος Medium diacritics: ἡσύχιος Low diacritics: ησύχιος Capitals: ΗΣΥΧΙΟΣ
Transliteration A: hēsýchios Transliteration B: hēsychios Transliteration C: isychios Beta Code: h(su/xios

English (LSJ)

Dor. ἁσύχιος (v.l. ἡσ-), ον,= ἥσυχος, still, quiet, at rest, ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598; εἰρήνα Pi.P.9.22; also in Prose, τρόπον ἡσύχιον of a quiet disposition, Hdt.1.107; οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm.160b; αἱ ἡσυχίαι πράξεις ib. c; τὸ ἡσύχιον ἦθος Id.R.604e; οἱ ἡ. Antipho 3.2.1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: Comp. ἡσυχιώτερος = more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. ἡσυχίως h.Merc.438, Pl.Tht.179e.

German (Pape)

[Seite 1178] ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦθος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασθαι Plat. Theaet. 179 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.
Étymologie: ἥσυχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιος: ῠ, Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἡσύχιον δ’ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Ἰλ. Φ. 598· εἰράνα Πίνδ. Π. 9. 40· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, τρόπου ἡσυχίου Ἡρόδ. 1. 107· οὐδ’ ἡσ. ὁ σώφρων βίος Πλάτ. Χαρμ. 160Β· τὸ ἡσ. ἦθος ὁ αὐτ. Πολ. 604Ε· οἱ ἡσύχιοι Ἀντιφῶν 121. 12, Πλάτ. Χαρμ. 159Β· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Θουκ. 1. 120. - Ἐπίρρ. -ίως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 438, Πλάτ. Θεαιτ. 179Ε.

English (Autenrieth)

in quiet, Il. 21.598†.

English (Slater)

ἡςῠχιος, -ον restful ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (v.l. ἁσύχιον) (P. 9.22)

English (Strong)

a prolonged form of a compound probably of a derivative of the base of ἑδραῖος and perhaps ἔχω; properly, keeping one's seat (sedentary), i.e. (by implication) still (undisturbed, undisturbing): peaceable, quiet.

English (Thayer)

ἡσυχία, ἡσύχιον (perhaps akin to ἧμαι to sit, Latin sedatus; cf. Curtius, § 568; Vanicek, p. 77)); from Homer down; quiet, tranquil: βίος, Josephus, Antiquities 13,16, 1.

Greek Monolingual

ἡσύχιος και δωρ. τ. ἁσύχιος, -ον (Α)
1. ήσυχος, μη ταραχώδης
2. ήρεμος, σιωπηλός, γαλήνιος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἡσύχιον
η γαλήνη, η ηρεμία («το ἡσύχιον τῆς εἰρήνης», Θουκ.).
επίρρ...
ἡσυχίως
με τρόπο ήσυχο, ήρεμα, γαλήνια, σιωπηλά («ήσυχίως ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παραλλ. τ. του ήσυχος].

Greek Monotonic

ἡσύχιος: [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, ήσυχος, ήρεμος, πράος, γαλήνιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, τρόπου ἡσυχίου, με ήσυχη διάθεση, σε Ηρόδ.· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, σε Θουκ.· επίρρ. -ίως, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἡσύχιος: дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий (εἰράνα Pind.; βίος Plat., NT; ἦθος Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.

Middle Liddell

= ἥσυχος
still, quiet, at rest, at ease, Il.; also in Prose, τρόπου ἡσυχίου of a quiet disposition, Hdt.; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Thuc. adv. -ίως, Hhymn.

Chinese

原文音譯:¹sÚcioj 赫需-希哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:安靜
字義溯源:安靜*,平靜的,平安的,安歇的;或由(ἑδραῖος)=坐定的)與(ἔχω)=持有*)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X=坐*)
同源字:1) (ἡσυχάζω)安歇 2) (ἡσυχία)沉靜 3) (ἡσύχιος)安靜
出現次數:總共(2);提前(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 安靜的(1) 彼前3:4;
2) 安靜地(1) 提前2:2

English (Woodhouse)

calm, impassive, quiet, undisturbed, at ease, easy in one's mind, of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)