βάκτρευμα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ατος, τό, a staff, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός by support lent to... E.Ph.1539 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bastón fig. apoyo μ' ... βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδὸς ἐξάγαγες ἐς φῶς me has sacado a la luz haciendo de bastón para un pie ciego E.Ph.1539.
German (Pape)
[Seite 427] τό, Stab, Stütze, plur. Eur. Phoen. 1555.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bâton, soutien, support.
Étymologie: βακτρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
βάκτρευμα: τό, βακτηρία, ὑποστήριγμα, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός, δι’ ὑποστηρίξεως παρεχομένης εἰς..., Εὐρ. Φοιν. 1539, πρβλ. 1719.
Greek Monolingual
βάκτρευμα, το (Α) βακτρεύω
στήριγμα σε βακτηρία.
Greek Monotonic
βάκτρευμα: -ατος, τό, ράβδος, βακτηρία, υποστήριγμα· βακτρεύματα ποδός, υποστήριγμα τοποθετούμενο στο πόδι κάποιου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βάκτρευμα: ατος τό Eur. = βακτηρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάκτρευμα -ατος, τό βακτρεύω stut, steun.
Middle Liddell
[from βακτρεύω
a staff, βακτρεύματα ποδός support lent to one's foot, Eur.