ἄνευθε
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
before a vowel ἄνευ-θεν· (ἄνευ):—Ep. and Lyr. word: 1 Prep. c. gen., like ἄνευ, without, οἶος ἄνευθ' ἄλλων Il.22.39; μούνω ἄνευθ' ἄλλων Od.16.239; ἄ. πόνου 7.192; ἄ. θεοῦ, = ἄνευ θεοῦ, 11.5.185, cf. Pi.O.9.103 (v.l.). 2 away from, ἄνευθεν ἄγων πατρός τε φίλων τε 11.21.78.—Hom.always puts it before its case, though sometimes parted from it, as ἄ. δέ σε μέγα νῶϊν ib.22.88; later it freq. follows, as πατρὸς ἄνευθεν A.R.4.746. II Adv. far away, distant, αἱ δέ τ' ἄνευθε [νῆσοι] Od.9.26; τοὶ δ' ἄλλοι ἄνευθεν καίοντ' 11.23.241; ἐγγύθι μοι θάνατος κακὸς οὐδ' ἔτ' ἄνευθεν 22.300; οὐδέ . . ἄνευθ' ἔσαν ἀλλὰ μάλ' ἐγγύς 23.378; ἄ. λείπειν leave far away, Pi.P.1.10:—often with part., ἄ. ἐών 11.2.27, cf. 4.277.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ante vocal ἄνευθεν, en Hom. tb. ante cons.
• Prosodia: [ᾰ-]
I adv. lejos ref. al espacio τοὶ δ' ἄλλοι ἄνευθεν ἐσχατιῇ καίοντ' Il.23.241, αἱ δέ (νῆσοι) τ' ἄνευθε Od.9.26, ἄνευθε λιπών Pi.P.1.10, ἄ. ἐόντι Il.4.277, 23.378
•ref. al tiempo ἐγγύθι μοι θάνατος κακός, οὐδ' ἔτ' ἄνευθεν Il.22.300.
II prep. de gen.
1 indic. compañía sin c. gen. de pers. ἄνευθ' ἄλλων Il.22.39, Od.16.239
•c. gen. de abstr. ἄ. πόνου Od.7.192, δόξας ἄ. Pi.I.1.68, ἄ. κινδύνου Aret.SA 2.12.3.
2 indic. agente sin ἄ. θεοῦ sin ayuda de un dios, Il.5.185.
3 indic. lejanía σεῦ ἄνευθεν ἐών Il.2.27, ἄνευθεν ἄγων πατρός τε φίλων τε conduciéndolo lejos de su padre y amigos, Il.21.78, πατρὸς ἄνευθεν A.R.4.746, τούτων (ἀνδρῶν) ἄ. App.BC 5.5.
German (Pape)
[Seite 227] vor einem Vokal ἄνευθεν, nur p., 1) c. gen. = ἄνευ, von Personen u. Sachen, οἶος ἄνευθ' ἄλλων Il. 22, 39; ἄνευθε πόνου Od. 7, 192; ἄνευθε θεοῦ, wie ἄνευ θεοῦ, Il. 5, 185; πατρὸς ἄνευθε, wider Willen des Vaters, Ap. Rh. 4, 746; vgl. 2, 1209. Bei Hom. steht es nie seinem Casus nach, wenn es auch zuweilendavon getrennt ist, vgl. Il. 22, 88. – 2) entfernt, fern ab, c. gen., Il. 21, 78. – 3) adv., ohne Casus, fern ab, bei Seite, im Ggstz von ἐγγύς, Il. 22, 300. 23, 241 Od. 9, 26. 11, 82; Iliad. 23, 378 οὐδέ τι πολλὸν ἄνευθ' ἔσαν ἀλλὰ μάλ' ἐγγύς; bes. beim partic. ἐών; auch öfter bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
c. ἄνευθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευθε: καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν: ἐκ τοῦ ἄνευ, ὡς τὸ ἄτερθε ἐκ τοῦ ἄτερ: ― Ἐπ. λέξις: 1) πρόθ. μετὰ γεν. ὡς τὸ ἄνευ, οἶος, ἄνευθ’ ἄλλων (ὡς τὸ παρὰ μεταγεν. οἶος ἀπ’ ἄλλων) Ἰλ. Χ. 39˙ μούνω ἄνευθ’ ἄλλων Ὀδ. Π. 239˙ ἄνευθε πόνου Ἰλ. Η. 192˙ ἄνευθε θεοῦ, ἄνευ θεοῦ, Ἰλ. Ε. 185, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 156. 2) μακρὰν ἀπό, ἄνευθεν ἄγων πατρός τε φίλων τε Λῆμνον ἐς ἡγαθέην Ἰλ. Φ. 78: ― Ὁ Ὅμηρος ἀείποτε τάσσει τὸ μόριον τοῦτο πρὸ τῶν πτωτικῶν, ἂν καὶ ἐνίοτε παρεμπίπτει μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἄλλη λέξις, ὡς π.χ. ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν Ἰλ. Χ. 88˙ παρὰ μεταγεν. συχνάκις τὸ ἄνευθε ἐπιτάσσεται, ὡς π.χ. πατρὸς ἄνευθε Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 746. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., μακράν, μακρὰν ἀπέχων, αἱ δέ τ’ ἄνευθε [νῆσοι] Ὀδ. Ι. 26˙ τοὶ δ’ ἄλλοι ἄνευθεν Ἰλ. Ψ. 241Ϗ ἐγγύθι μοι θάνατος κακὸς οὐδὲ τ’ ἄνευθεν Χ. 300˙ οὐδὲ ... ἄνευθ’ ἔσαν ἀλλὰ μάλ’ ἐγγὺς Ψ. 378˙ ἄν. λείπειν, ἐγκαταλείπειν μακράν, Πινδ. Π. 1. 19: ― συχνάκις συντάσσεται μετὰ τῆς μετοχῆς τοῦ εἰμί, ὤν, οὖσα, ὄν, ὡς π.χ. ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν Ἰλ. Β. 27, τῷ δέ τ’ ἄνευθεν ἐόντι Δ. 277.
English (Slater)
ᾰνευθε, (ν)
a prep. c. gen., far away from, without ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 19. ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν (Meineke: ἄνωθεν codd.) fr. 122. 6.
b adv., far away τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν (P. 1.10)
Greek Monolingual
ἄνευθε (AM) άνευ
μσν.
(πρόθ. που συνήθως επιτάσσεται και σύνδ.) εκτός
αρχ.
1. (πρόθ. που προτάσσεται) άνευ, χωρίς
2. (ως επίρρ.) μακριά, απόμακρα.
Greek Monotonic
ἄνευθε: πριν από φωνήεν -θεν (ἄνευ)·
I. 1. πρόθ. με γεν., χωρις, σε Όμηρ.
2. μακριά από, σε Ομήρ. Ιλ.
II. επίρρ., μακριά, σε απόσταση, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνευθε: (ν) adv. вдалеке, далеко (οὐκ ἄ., ἀλλὰ ἐγγύς Hom.): ὁ ἄ. Hom. далекий.
(ν) в знач. praep. cum gen. Hom., Pind. = ἄνευ.
Middle Liddell
ἄνευ ἄνευθεν before a vowel]
1. prep. c. gen., without, Hom.
2. away from, Il.
II. adv. far away, distant, Hom.