ψαφαρός
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ά, όν, Ion. ψαφερός, ή, όν, Hp. (v. infr.):—A friable, powdery, crumbling, σποδός A.Th.323 (lyr.), cf. Euph.50; κόνις AP 7.315 (Zenod. or Rhian.); ψαφαρόν, = ἁπαλόν, perhaps of a fine powder, Pl.Com.118: freq. of soil, sandy, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Thphr. HP8.2.11; opp. ἀγαθή, ib.8.9.1 (Comp.); ἡ ψαφαρή the sandy shore, opp. ἅλς, AP12.145; ἐνὶ ψαφαρῇ Σαλαμῖνι Euph.30. 2 of loose texture, of the glands, the brain, Hp.Gland.1,10, Sor.1.12 (ψαθ- cod.), al. 3 of semi-liquids, thin, watery, διαχώρημα Hp.Coac.596; νάρδος AP6.231 (Phil.); πόλτος ψαφαρώτατος Sor.1.51 (ψαθ- cod.). 4 of wine, rough, dry, joined with ἀλιπής, Gal. ap. Ath.1.26d, cf. ψαθυρός. 5 metaph. of a serpent, χροιὴ ψ. dry, dusty-looking, Nic. Th.262.—Cf. ψαθυρός fin.
German (Pape)
[Seite 1392] ion. ψαφερός, was sich leicht zerreiben, zerbröckeln läßt, zerreibbar, dah. locker, morsch, auch zerrieben, zerbröckelt (ψάω); dah. von trockener, rauher Oberfläche, aufgesprungen, rissig, Mein. Euphor. p. 71; spröde, trocken, σποδός Aesch. Spt. 305; staubig, schmutzig, squalidus, κόμη Rufin. 37 (V, 72); κλάσμα Phani. 7 (VI, 304); νάρδος 10 (VI, 231); ἐπὶ ψαφαρὴν ἅλα ἀντλεῖν, sc. γῆν, Ep. ad. 34 (XII, 145). – Von Flüssigkeiten braucht es Galen. bei Ath. I, 26, vom Surrentiner Weine, ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρός, etwa hart, rauh, wie säuerliche Weine sind.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui s'émiette ou se désagrège par le frottement ; sec, desséché.
Étymologie: p. *ψαϜερός de ψαύω p. *ψάϜω, v. ψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψαφαρός -ά -όν [~ ψῆφος] kruimelig, rul:; ψαφαρὰ σποδός korrelig stof Aeschl. Sept. 323; subst. ἡ ψαφαρή zand. anat., van lichaamsweefsels zacht.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰφᾰρός:
1 сыпучий, рыхлый, сухой (σποδός Aesch.; κονίη Anth.);
2 жесткий, т. е. пыльный (κόμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰφᾰρός: -ά, -όν, Ἰων. ψαφερός, ή, όν, Ἱππ. ἔνθα κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, εὔθρυπτος, ἀραιός, κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· συχνάκις ἐπὶ ἐδάφους, ἀμμώδης, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, αὐτόθι 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ ἀμμώδης παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, χαῦνος, μαλακός, ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., ἀραιά, ὑγρά, οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, ἀραιός, ὑδατώδης, Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ γλίσχρος· νάρδος Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, στυφός, ὅτε συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀλιπής, Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. ψαθυρός, 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. ψαθυρός ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψαφαρός, -ά, -όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, -ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος
αρχ.
1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος
2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση
3. (για υγρό) αραιός
4. (για κρασί) στυφός
5. μτφ. (για ερπετό) αυτός που έχει το χρώμα της σκόνης.
επίρρ...
ψαφαρῶς Μ
σε αμμώδες έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ψᾰφ-αρός, με βραχύ φωνηεντισμό -ᾰ-, εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του θ. ψᾱφ- /ψηφ- του ψῆφος και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αρός / -ερός (πρβλ. χλιαρός: χλιερός). Για τον φωνηεντισμό -α- του επιθ. βλ. λ. ψάμμος.
Greek Monotonic
ψᾰφᾰρός: -ά, -όν, Ιων. ψαφερός, -ή, -όν, (ψάω)·
1. αυτός που μετατρέπεται εύκολα σε σκόνη, εύθρυπτος, θρυμματισμένος, σε Αισχύλ., Ανθ.· ἡ ψαφαρή, αμμώδης παραλία, σε Ανθ.
2. λέγεται για υγρά, αραιός, υδατώδης, στο ίδ.
Middle Liddell
ψᾰφᾰρός, ή, όν [ψάω]
1. easily reduced to powder, friable, crumbling, Aesch., Anth.; ἡ ψαφαρή the sandy shore, Anth.
2. of liquids, thin, watery, Anth.
Frisk Etymology German
ψαφαρός: {psapharós}
See also: s. ψῆφος.
Page 2,1131