χρωτίζω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.
French (Bailly abrégé)
colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.
Russian (Dvoretsky)
χρωτίζω: досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν οἶνον ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
Greek (Liddell-Scott)
χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.
Greek Monolingual
ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χρωτίζω, like χρώζω
to colour:—Mid., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν to tinge one's nature, Ar.