ἰαχή
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ, cry, shout, both of victor and vanquished, Il.15.396, etc.; wail, shriek, Od.11.43; also, a joyous sound, ἰαχὰ ὑμεναίων Pi.P.3.17, cf. E.Tr.337 (lyr., pl.); κροτάλων τυπάνων τε h.Hom.14.3; αὐλῶν Lyr.Adesp.96; συρίγγων E.IA 1039 (lyr.): in plural, generally, shouts of joy, Thgn.779, E.Ba.149 (lyr.); but πολύδακρυς ἰ. A.Pers.940, cf. E.El.142, Ph.1302 (all lyr.). (ϝι-, cf. Il.4.456: a vowel is not elided before it in Ep. exc. in h.Hom. 14.3, Hes.Th.708, Sc.404: Trag. only in lyr.; for the quantity cf. foreg.)
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, Geschrei, bes. Kriegsgeschrei, φόβος τε, Il. 15, 396 u. öfter; φέρον ἰαχήν τ' ἐνοπήν τε Hes. Th. 708; Wehruf, Od. 11, 43; das Ertönen, der Klang, ὑμεναίων Pind. P. 3, 17; πέμψω πολύδακρυν ἰαχάν Aesch. Pers. 902; ἰαχᾷ στεναγμὸς ἦν ὅμοιος Eur. Phoen. 1047; βοάσατ' ἰαχαῖς νύμφαν Tr. 337, öfter; wo die mittlere Sylbe lang ist, bei den Tragg. ἰακχή herzustellen, Aesch. Pers. 939 Eur. El. 143 Or. 1474 Phoen. 1302, nur in Chorgesängen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 cri de guerre, cri de douleur, lamentation;
2 p. ext. bruit d’instruments, de flûtes.
Étymologie: pour ϜιϜαχή, R. Ϝαχ, cf. ἰάχω.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾰχή: иногда ἰακχή, дор. ἰαχά ἡ
1) крик, шум (Δαναῶν ἰ. τε φόβος τε Hom.; ἰ. ἄραβός τ᾽ ὀδόντων Hes.): θεσπεσίῃ ἰαχῇ Hom. с ужасным криком;
2) вопль, плач (πολύδακρυς Aesch.);
3) возглас ликования, радостный крик (παμφώνων ὑμεναίων Pind.): βοᾶτε ἀοιδαῖς ἰαχαῖς τε νύμφαν Eur. славьте песнями и кликами новобрачную;
4) звучание, звуки (κροτάλων τυμπάνων τε Hom.; αὐλῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰαχή: ἡ, (ἰάχω) κραυγὴ, βοὴ, ἐν Ἰλ. ἐπί τε τοῦ νικητοῦ καὶ τοῦ ἡττημένου, Ο. 390, κτλ.· κραυγή, θρῆνος, Ὀδ. Λ. 43· ὡσαύτως, κραυγὴ χαρᾶς, ἰαχὰ ὑμεναίων Πινδ. Π. 3. 29, πρβλ. Θέογν. 777· κροτάλων τυμπάνων τε Ὁμ. Ὕμν. 13. 3· αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101Ε· καὶ παρὰ Τραγ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιφωνήσεων χαρᾶς, ὡς Εὐρ. Τρῳ. 937, Βάκχ. 149, Ι. Α. 1039· ἀλλά, πολύδακρυς ἰαχὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, πρβλ. ὡσαύτως Εὐρ. Ἠλ. 143, Φοίν. 1302. - Παρ’ Ὁμ. λαμβάνει τὸ δίγαμμα, γένετο ϝιαχὴ Ἰλ. Δ. 456 ὑπὸ ϝιαχῆς Ο. 275, πρβλ. Π. 373, κτλ.· καὶ οὐδέποτε παρ’ αὐτῷ ἐκθλίβεται φωνῆεν πρὸ τοῦ ι, ἂν καὶ τοὐναντίον συμβαίνει ἐν Ὁμ. Ὕμν. 13. 3, Ἡσ. Θ. 708, Ἀσπ. Ἠρ. 404. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται αὐτὸ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ ὅπου ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Εὐρ. Ἠλ. 143, Τρῳ. 337, Ι. Α. 1039, ὁ τύπος ἰακχὴ ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Πόρσωνος· ἴδε ἐν λ. ἰαχέω: - ἐν Εὐρ. Μηδ. 149 κ. ἀλλ. τὸ ἰαχὰ εἶναι σφάλμα ἀντὶ ἀχά, Δωρ. τύπ. τοῦ ἠχή, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
(ϝιαχή): loud, sharp cry, shriek; of men in battle, Il. 4.456; the shades in the nether world, Od. 11.43; hunters, Il. 15.275.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰαχή) ιάχω
βοή, κραυγή, αλαλαγμός
αρχ.
κραυγή χαράς («πέμψω πολύδακρυν ἰαχὰν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἰαχή: ἡ (ἰάχω), κραυγή, βοή, φωνή, θρήνος, σε Όμηρ.· επίσης, κραυγή χαράς, ἰαχὰ ὑμεναίων, σε Πίνδ., Τραγ.
Middle Liddell
[v. ἰαχή
ἰᾰχή, ἡ, ἰάχω
a cry, shout, wail, shriek, Hom.: also a joyous sound, ἰαχὰ ὑμεναίων Pind., Trag.
Mantoulidis Etymological
(=κραυγή, φωνή). Ἀπό τό ἰάχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.