ἐθελουργός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
όν, willing to work, indefatigable, X.Eq.10.17, Ael.NA4.43; τὸ ἐ. Ph. 2.448. Adv. -γῶς Poll.3.121.
Spanish (DGE)
-όν
1 esforzado, voluntarioso, activo ἵππος X.Eq.10.17, γνώμη Ph.1.279, σπουδή Ph.2.220
•que actúa con libertad, voluntario Cyr.Al.Ep.Fest.11.1.50
•subst. τὸ ἐθελουργόν = disposición para el trabajo de las hormigas, Ael.NA 4.43, cf. Ph.2.448.
2 adv. ἐθελουργῶς = esforzadamente Poll.3.121.
German (Pape)
[Seite 718] willig zur Arbeit, unverdrossen; Xen. de re equ. 10, 17 von Pferden; Ael. H. 4, 43 von der Ameise; öfter. – Adv., Poll. 3, 121.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille de bonne volonté, courageux.
Étymologie: ἐθέλω, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελουργός: Xen. = ἐθελόπονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελουργός: -ον, (*ἔργω) πρόθυμος πρὸς ἐργασίαν, ἀκούραστος, Ξεν. Ἱππ. 10. 17, περὶ Ζ. 4. 43., 7. 13. Ἐπίρρ. -γῶς Πολυδ. Γ. 121.
Greek Monolingual
ἐθελουργός, -όν (AM)
αυτός που εργάζεται πρόθυμα, ο φιλόπονος.
Greek Monotonic
ἐθελουργός: -όν (*ἔργω), πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.