ἀδάμαστος

From LSJ
Revision as of 14:56, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδάμαστος Medium diacritics: ἀδάμαστος Low diacritics: αδάμαστος Capitals: ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adámastos Transliteration B: adamastos Transliteration C: adamastos Beta Code: a)da/mastos

English (LSJ)

ον, (δαμάω) unsubdued, inflexible, of Hades, Il.9.158, cf. Phld.D.1.18: later in the proper sense, untamed, unbroken, πῶλος X.Eq.1.1, cf. Corn.ND20; ἀ. πᾶσιν Timo9.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
I 1no domado, indómito πῶλος X.Eq.1.1, ἵππος LXX Si.30.8, Plu.2.2e, λέων Ps.Dosith.15
de un campo ἀγεώργητος καὶ ἀ. no cultivado ni roturado, PSI 316.13 (IV d.C.).
2 de pers., fig. no sometido, no subyugado por, inocente πονηρίᾳ Clem.Al.Paed.1.5.15.
II 1indomable, inflexible, indoblegable, inexorable del Hades Il.9.158, Phld.D.1.18.24, del carácter de una persona, X.Mem.4.1.3, πάθη LXX 4Ma.15.13, Ἔρως Nonn.D.2.223, de una bacante en trance, Nonn.D.15.77, χρόνος Nonn.Par.Eu.Io.10.18.
2 infrangible, inquebrantable del diamante λίθος Lex.Gr.Naz.α 36
fig. indestructible, inmortal, eterno de los ángeles y las almas, Meth.Res.1.47, de Lázaro νεκρόν Nonn.Par.Eu.Io.11.44.
III adv. -ως de manera inflexible τῶν αἰσθητῶν προνοεῖ Procl.in Ti.2.314.15.

German (Pape)

[Seite 31] ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 (ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indomptable, inflexible.
Étymologie: , δαμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδάμαστος: (δᾰ)
1) непреклонный, неумолимый (Ἀΐδης Hom.);
2) неукрощенный, необъезженный (πῶλος Xen.; ἵπποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάμαστος: -ον, (δαμάω) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, ἄκαμπτος, Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς μετέπειτα ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, ἄδμητος, μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, ἵππος, Ξεν. Ἱππ. 1. 1.

English (Autenrieth)

(δαμάζω): not to be prevailed over, i. e. ‘inexorable,’ Ἀίδης, Il. 9.158†.

Greek Monotonic

ἀδάμαστος: -ον (δαμάω), επίθ. του Άδη, άκαμπτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αδιαπραγμάτευτος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική σημασία, αδάμαστος, αλύγιστος, μη εξημερωμένος· ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δαμάζω
epithet of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + δαμάω. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαμάω.

Léxico de magia

-ον indomable, inflexible de divinidades ἀφρογενὴς Κυθέρεια, ..., ἀδάμαστε nacida de la espuma, Citerea, indomable P IV 2917 ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον, ἀδάμαστον porque yo te conjuro, dios portador de luz, indomable P IV 3046 P IV 3068 de Hermes Μοιρῶν τε κλωστὴρ σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος, πανδαμάτωρ, ἀδάμαστος tú eres llamado hilo de las Moiras y divino Sueño, que todo lo sometes, indomable P XVIIb 11