ἀεικέλιος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής (inconvenient, unworthy, fatal, worthless, cowardly), 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv. ἀεικελίως = in an unfitting way, unworthily Od.8.231, 16.109, B.3.45.
German (Pape)
α, ον, Od. 19.341 ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ; unziemlich, schmählich, πληγαί Od. 4.244, ἄλγος 14.32, ἀλαωτύς 9.503; dah. schlecht, gering, δίφρος 20.259 (Apoll. Lex. εὐτελής), χιτών 24.228, und so von dem zum Bettler verwandelten Odysseus 13.402, unansehnlich, vgl. 6.242; so δέμας Eur. Andr. 131.
• Adv. ἀεικελίως Od. 8.231.
Spanish (DGE)
αἰκέλιος, -α, -ον
• Alolema(s): ἀεικέλιος Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I 1inconveniente, temible πληγή Od.4.244, ἀλαωτύς Od.9.503, ἄλγος Od.14.32, νύχμα Nic.l.c.
•ultrajante δεσμός Sol.3.25
•funesto ὄρνις A.R.1.304, ναῦς A.R.2.1126, Μοῖρά τις ἀεικέλιος INap.l.c.
2 miserable, inferior, vil χιτών Od.24.228, κοίτη Od.19.341, δέμας E.Andr.131, ἔργον Luc.Syr.D.25 (ap. crít)
•de pers. indigno, vil, Od.6.242, ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείς Thgn.1344, με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιον IG 22.7198 (II d.C.)
•de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. αἰκελίως = inconveniente, terriblemente ῥυστάζειν Od.16.109, 20.319, ἐδαμάσθην Od.8.231.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: ἀ, εἴκελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀεικέλιος: и ἀεικής 2
1) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный (λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.);
2) непристойный, неприличный (ἔπεα Her.);
3) жалкий, плохой (χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.): ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. ты одет в лохмотья;
4) скудный, незначительный, ничтожный (μισθός, ἄποινα Hom.);
5) необычный: οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. вполне естественно, что Делос пережил землетрясение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
English (Autenrieth)
2 and 3, = ἀεικής: ill-favored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.
Greek Monotonic
ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.