ἀκρισία
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, (ἄκριτος) A want of distinctness and order, confusion, X. HG7.5.27; ἀ. καὶ ταραχή Epicur.Sent.22. II want of judgement, bad judgement or choice, Plb.2.35.3, AP7.629 (Antip.); περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8. III undecided character of a disease, not coming to a crisis, Hp.Epid.1.8: pl., ἠέρος ἀ. unsettled climate, POxy.1796.22.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀκριἵα Hsch.ι 651
I 1confusión ἀ. καὶ ταραχή X.HG 7.5.27, Epicur.Sent.[5] 22, Plb.38.12.1, D.C.83.6, θόρυβος καὶ ἀ. Plb.5.25.6, ἀ. περὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας Plb.2.39.8.
2 carácter incierto, en una enfermedad carencia de crisis Hp.Epid.1.8
•plu. ἀ. ἠέρος tiempo variable, inseguro, GDRK 60.2.22.
3 incapacidad para enjuiciar, falta de discernimiento, poco juicio c. gen. subjet. προεστῶτος Plb.7.5.3, Ἑλλήνων AP 7.629 (Antip.Thess.)
•c. gen. obj. χειρισμοῦ Plb.2.35.3, c. prep. περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.
4 ecuanimidad, trato igualitario, incapacidad para hacer distinciones c. gen. subj. δαίμονος SEG 39.972.11 (Lato, Creta II a.C.).
II injusticia Procop.Gaz.M.87.2604D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manque d'ordre, confusion;
2 manque de discernement.
Étymologie: ἄκριτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐσία: ἡ
1 запутанность, путаница; замешательство (ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen.);
2 путаность суждения, отсутствие здравого смысла (ἄνοια καὶ ἀ. Polyb.): ἀ. περὶ τοὺς φίλους Luc. неумение разбираться в друзьях.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐσία: ἡ, (ἄκριτος) ἔλλειψις σαφηνείας καὶ τάξεως, σύγχυσις, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. ἔλλειψις κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη κρίσις ἢ ἐκλογή, διαστροφή, Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
Greek Monolingual
η (Α ἀκρισία) (Ν και -σιά) ἄκριτος
διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία
αρχ.
1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση
2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της.
Greek Monotonic
ἀκρῐσία: ἡ (ἄκριτος), έλλειψη σαφήνειας, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἄκριτος
want of distinctness, Xen.
German (Pape)
[ίᾱ], ἡ (ἄκριτος),
1 Mangel an richtigem Urteil, Torheit, Pol. 2.35.3, 40.5.7, mit ἄνοια verb.; falsche Wahl, περὶ τοὺς φίλους, der Freunde, Luc. Tim. 8.
2 unentschiedener Zustand, Verwirrung, Xen. Hell. 7.5.27, mit ταραχή verb. öfter Pol., z.B., 30.14.6.
3 Bei den Ärzten das Ausbleiben der Krisis.