κακοφραδής
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) poet. word, bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as adverb, foolishly, Euph.98.2.
German (Pape)
[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοφραδής -ές [κακός, φράζομαι] onberaden, dwaas:. Αἶαν... κακοφραδές Ajax, dwaas! Il. 23.483.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφρᾰδής: злоумышляющий, коварный (Αἴας Hom.).
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.
Greek Monolingual
κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγοφραδής.
Greek Monotonic
κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.
Middle Liddell
κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
bad in counsel, Il.