ἐκπυρόω

From LSJ
Revision as of 19:09, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπῠρόω Medium diacritics: ἐκπυρόω Low diacritics: εκπυρόω Capitals: ΕΚΠΥΡΟΩ
Transliteration A: ekpyróō Transliteration B: ekpyroō Transliteration C: ekpyroo Beta Code: e)kpuro/w

English (LSJ)

A burn to ashes, consume utterly, E.IA1070(lyr.); ὕδραν Id.HF421 (lyr.). 2 set on fire, Arist.Mete.341a18. II Pass., catch fire, ib.342b2, Onos. 19.3: a term used in the Stoic philos. to express the tendency of all things to pass into fire, Zeno Stoic.2.182, etc. 2 to be burnt up, λαμπάσιν κεραυνίαις E.Ba.244, cf. Corn.ND17. 3 to be much heated, prob. in Hp.Vict.1.25, f.l. in Aph.7.38; to become red-hot, Plb.12.25.2. III heat, warm, βαλανεῖα Philostr.VA1.16.

Spanish (DGE)

(ἐκπῠρόω) A tr.
I gener.
1 quemar, incendiar, abrasar c. ac. Πριάμοιο κλεινὰν γαῖαν ἐκπυρώσων E.IA 1070, Λέρνας ὕδραν E.HF 421, αὑτῶν τ' ἐκπυροῦσι σώματα de las troyanas, E.Tr.301, πυρωθεὶς γὰρ ὁ ἀὴρ ... ἐκπυροῖ τὸν τόπον Thphr.Ign.48, πῦρ ... ἐκείνην (τὴν γῆν) ... ἐκπυροῖ D.C.41.45.2, τὰ ... ἐκπυροῦντα καὶ διαιρέοντα τὰν σάρκα δριμέα cosas que queman y dividen la carne son picantes de sabores apreciados por la lengua, Ti.Locr.100e, en v. pas. ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις σὺν μητρί es fulminado por los fulgores del rayo junto con su madre ref. a Dioniso, E.Ba.244
medic., en v. pas. ser atacado por la calentura, tener fiebre ἢν ἐκπυρωθῇ συνεχεῖ πυρετῷ si es cogido por una fiebre continua Hp.Fract.45, cf. Epid.6.5.2.
2 fig. inflamar, enardecer τὸν νοῦν Sch.Pi.O.10.102c, en v. pas. ἡ λύπη ... καθάπερ ἐκπυρωθεῖσα Plu.Cor.21.
3 c. suj. de pers. calentar en extremo, calcinar προσέταξεν τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν ordenó poner al rojo sartenes y calderos LXX 2Ma.7.3, τὰ βαλανεῖα Philostr.VA 1.16, ὄστρακα Gp.7.26.4, en v. pas. ἁ δ' ὕελος ... ἐξεχεῖτο φλοξὶν ἐκπυρουμένα el vidrio se derretía puesto al rojo con fuego Mesom.13.7.
II fil., cien., c. suj. de abstr. inflamar, producir la ignición ὁρῶμεν ... τὴν κίνησιν ὅτι δύναται διακρίνειν τὸν ἀέρα καὶ ἐκπυροῦν Arist.Mete.341a18, πέφυκεν γὰρ ἡ κίνησις ἐκπυροῦν καὶ ξύλα καὶ λίθους Arist.Cael.289a21, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ῥοίζου ... τὸ βέλος ἐκπυρωθέν el misil inflamado por la fricción Onas.19.3, cf. Corn.ND 17
destruir por el fuego τὸν κόσμον en la teoría estoica de la destrucción periódica del cosmos por el fuego (cf. ἐκπύρωσις II 2), Plu.2.1067a, en v. pas. κατά τινας εἱμαρμένους χρόνους ἐκπυροῦσθαι τὸν σύμπαντα κόσμον Zeno Stoic.1.27.15, cf. Cleanth.Stoic.1.114.35, Clem.Al.Strom.5.14.104.
B intr. en v. med.
1 quemarse, calcinarse, arder καὶ τῶν δένδρων ὡς τὰ μάλιστα τοῦ πυρὸς ὄντα τάχιστα ἐκπυρούμενα Thphr.CP 1.21.7, ἐκπυροῦσθαι τὴν οἴκησιν ref. a la zona del trópico, Gem.16.35, ἡ βῶλος Str.5.4.8, ἐκπυροῦται δὲ ὥρᾳ θέρους τὸ πεδίον I.BI 4.457, τὸ δ' ἔλαιον ... ἐκπυροῦται el aceite arde completamente Plu.2.696c, cf. 953d.
2 calentarse en extremo διὰ τὴν ψυχρότητα οὐκ ἐκπυροῦται (τὸ ὑγρόν) Hp.Aph.5.63, σπέρμα ... μὴ ἔχον θερμότητα οὐκ ἐκπυροῦται Steph.in Hp.Aph.3.170.38
del metal ponerse al rojo ἐκπυρουμένου τοῦ χαλκοῦ Plb.12.25.2.
3 inflamarseἄνω ἀήρ Arist.Mete.342b2, τῶν ἐκπυρουμένων καὶ κινουμένων φασμάτων Arist.Mete.338b23, ἐκπυρουμένη καὶ λεπτυνομένη καταναλίσκεται (el alma) inflamándose y volviéndose ligera se consume Hp.Vict.1.25.
4 fig. de pers. ponerse rojo, enrojecer, ruborizarse εἰπών μοι τρεῖς λόγους ἐν οἷς ἐγὼ ἐκπυροῦμαι A.Thom.A 47.8.

German (Pape)

[Seite 777] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, χαλκός Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consumer par le feu, brûler, incendier.
Étymologie: ἐκ, πυρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπῠρόω:
1 опустошать огнем (γαῖαν Eur.);
2 зажигать, воспламенять (ξύλα Arst.; τὸ ἔλαιον Plut.): λύπη ἐκπυρωθεῖσα Plut. жгучая скорбь;
3 раскалять (ἐκπυρούμενος χαλκός Polyb.; θερμὸς καὶ ἐκπεπυρωμένος Arst.);
4 жечь, сжигать (κύνα Λέρνας ὕδραν Eur.; κόσμον Plut.); pass. гореть, сгорать (λαμπάσιν κεραυνίαις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπῠρόω: κατακαίω μέχρι τέφρας, ἐξαφανίζω, Εὐρ. Ι. Α. 1070, Ἡρ. Μαιν. 421· - πρυπολῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21. ΙΙ. Παθ., ἀνάπτω, καίομαι, αὐτόθι 1. 5, 2· ὅρος ἐν χρήσει ἐν τῇ τοῦ Ἡρακλείτου φιλοσοφίᾳ πρὸς δήλωσις τῆς τάσεως ἣν ἔχουσι πάντα τὰ πράγματα εἰς τὸ νὰ μεταβάλλωνται εἰς πῦρ (πρβλ. ἀναθυμίασις), Διογ. Λ. 9. 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 877D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν χρησμοσύνη· - ἀνακαίομαι, λαμπάσιν κεραυνίαις Εὐρ. Βάκχ. 244· - ὑπερθερμαίνομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1257, πρβλ. ἐκπτερόομαι· - πυρακτοῦμαι, ἐπὶ χαλκοῦ, Πολύβ. 12. 25, 2.

Greek Monotonic

ἐκπῠρόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω, καίω ολότελα μέχρι να γίνει κάτι στάχτες, να απανθρακωθεί, φθείρομαι τελείως, εξαφανίζω, καταστρέφω, σε Ευρ. — Παθ., πιάνω φωτιά, καίγομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to burn to ashes, consume utterly, Eur.: Pass. to catch fire, be burnt up, Eur.