σκήνωμα
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ατος, τό, A = σκήνημα, mostly in plural, E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al. 2 in sg. metaph.,= σκῆνος ΙΙ, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σκήνωμα τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320. 3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6. 4 = papilio, Gloss. (perhaps in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).
German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats;
NT: tente ; tabernacle ; le Temple ; (fig.) corps humain.
Étymologie: σκηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκήνωμα -ατος, τό [σκηνόω] tent, meestal plur.; spec. milit. tentenkamp; overdr. van het menselijk lichaam (als behuizing van de ziel). NT 2 Pet. 1.13.
Russian (Dvoretsky)
σκήνωμα: ατος τό
1 палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;
2 обитель, обиталище NT.
English (Strong)
from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.
English (Thayer)
σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)
Greek Monolingual
το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.
Greek Monotonic
σκήνωμα: -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ.
1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.
2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.
Middle Liddell
σκήνωμα, ατος, τό, = σκήνημα, Eur.; soldiers']
1. quarters, Xen.
2. metaph. the body, NTest.
Chinese
原文音譯:sk»nwma 士咳挪馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:帳棚
字義溯源:帳幕,帳棚,居所,住處,寓所;源自(σκηνόω)=住帳棚),而 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚), (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具,容器),或出自(σκιά)=蔭,影子*)
出現次數:總共(3);徒(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 帳棚(2) 彼後1:13; 彼後1:14;
2) 居所(1) 徒7:46
Mantoulidis Etymological
Ἄλλος τύπος τοῦ σκῆνος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σκηνή.
Translations
tabernacle
Afrikaans: tabernakel; Armenian: խորան; Basque: tabernakulu; Bavarian: Tabernakel, Mischkan; Bulgarian: скиния; Catalan: tabernacle; Chinese Mandarin: 会幕; Dutch: tabernakel; Esperanto: tabernaklo; Finnish: telttamaja, asumus, tabernaakkeli; French: tabernacle; German: Tabernakel, Stiftshütte, Mischkan; Greek: αίθουσα θρησκευτικών συγκεντρώσεων, αρτοφόριο, εκκλησία, ευκτήριος οίκος, θολοσκεπής κόγχη, θολωτή κόγχη, κατοικία, ναός, πρόχειρο κατάλυμα, σήραγξ ιστοπέδης, Σκηνή Μαρτυρίου, Σκηνή του Μαρτυρίου, σκήνωμα, τόπος λατρείας, φορητός ναός Εβραίων; Ancient Greek: σκηνή, σκῆνος, σκήνωμα, οἶκος τοῦ θεοῦ; Hebrew: מִשְׁכָּן; Hungarian: szent sátor; Ido: tabernaklo; Italian: tabernacolo; Japanese: 幕屋; Latin: tabernaculum; Latvian: tabernākuls; Malayalam: ടാബർനാകിൾ; Maori: tāpenakara; Norwegian Bokmål: tabernakel; Nynorsk: tabernakel; Polish: tabernakulum; Portuguese: tabernáculo; Romanian: tabernacul; Russian: скиния; Serbo-Croatian Cyrillic: табернакл; Roman: tabernakl; Spanish: tabernáculo; Swedish: tabernakel; Tagalog: tabernakulo; Turkish: mişkan; Ukrainian: скинія