πρόδηλος

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδηλος Medium diacritics: πρόδηλος Low diacritics: πρόδηλος Capitals: ΠΡΟΔΗΛΟΣ
Transliteration A: pródēlos Transliteration B: prodēlos Transliteration C: prodilos Beta Code: pro/dhlos

English (LSJ)

πρόδηλον,
A clear or manifest in front or beforehand, Alc.Oxy. 1789Fr.1 ii4, D.15.30, etc.; ἐμβολὴ π. ἥτις γίνοιτ' ἂν ἁρμόζουσα Hp. Art.30, cf. E.Or.190(lyr.), Hyp.Epit.8; οἱ π. [φόβοι] foreseen, Arist.EN1117a19, cf. Is.3.19, al.; τοῦ μὲν ὄντος π. τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Isoc.6.37; εἰ μὲν ἦν π. τὰ μέλλοντα D.18.196; π. εἵλοντο θανάτους Plb.6.54.4; πρόδηλον ἥδη ἦν, ὅτι.. X.HG6.4.9, cf. Isoc.2.42, Pl.Phdr.238b, etc.; evident, καὶ τυφλῷ, φασι, pro/dhlon Polystr.p.8 W.; πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι.. μέλλουσι Hdt.9.17, cf. X.Eq.3.3; ἐκ προδήλου from a place in sight, in full view, S.El.1429(lyr.). Adv. προδήλως Aeschin.1.182, Plu.Oth.9; θανεῖν π. S.Aj.1311.
2 = προδηλωτικός, c. gen., Vett. Val.92.22,al.

German (Pape)

[Seite 715] ganz deutlich od. offenbar, ganz bekannt, klar vor Augen liegend; Her. 9, 17; ἐκ προδήλου λεύσσω, Soph. El. 1422; = προδήλως, Ai. 1290; Eur. O. 190, Plat. Phaedr. 238 b; πράξεις, wozu, Zeugen nöthig sind, Isae. 3, 19, Dem.; Sp., wie Pol. 1, 23. 3 u. öfter; Luc. Hermot. 63; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui éclate aux yeux, très clair, très évident ; πρόδηλον ὅτι XÉN ou πρόδηλα ὅτι HDT (il est) de toute évidence que ; ἐκ προδήλου SOPH de toute évidence, d'une manière éclatante.
Étymologie: πρό, δῆλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-δηλος -ον overduidelijk, evident:; πρόδηλα ὅτι het is evident dat Hdt. 9.17.4; πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι het was al overduidelijk dat Xen. Hell. 6.4.9; λεύσσω γὰρ Αἴγισθον ἐκ προδήλου want ik zie Aegisthus duidelijk Soph. El. 1429; adv. προδήλως duidelijk zichtbaar:. θανεῖν προδήλως sterven voor de ogen van allen Soph. Ai. 1311.

Russian (Dvoretsky)

πρόδηλος: совершенно ясный, очевидный Eur., Plat., Dem.: πρόδηλον Xen. и πρόδηλα (ὅτι) Her., Xen. совершенно ясно (что); ἐκ προδήλου Soph., Plut. с полной ясностью, совершенно отчетливо или открыто.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδηλος: -ον, ὁ ἐκ τῶν προτέρων δῆλος, φανερός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797, Εὐρ. Ὀρ. 190, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Β· οἱ πρ. φόβοι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8. 15· τοῦ μὲν ὄντος προδήλου, τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Ἰσοκρ. 123Β· εἰ μὲν ἦν πρόδηλα τὰ μέλλοντα Δημ. 293. 25· ― πρόδηλον ἤδη ἦν, ὅτι..., Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 9· οὕτω, πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι... μέλλουσι Ἡρόδ. 9. 17, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 3, 3· ― ἐκ προδήλου, ἐκ τόπου καταφανοῦς, ἐμφανοῦς, Σοφ. Ἠλ. 1429. Ἐπίρρ. -λως, Αἰσχίν. 26. 9· πρ. θανεῖν Σοφ. Αἴ. 1311.

English (Strong)

from πρό and δῆλος; plain before all men, i.e. obvious: evident, manifest (open) beforehand.

English (Thayer)

πρόδηλον (πρό (d. α. and) δῆλος), openly evident, known to all, manifest: ὅτι, Sophocles and Herodotus down.))

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόδηλος, -ον, ΝΑ
σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.)
αρχ.
1. προδηλωτικός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι
(ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί
3. φρ. «ἐκ προδήλου» — από εμφανές μέρος. Επίρ. προδήλως ΝΑ
με πρόδηλο τρόπο, ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δῆλος «σαφής»].

Greek Monotonic

πρόδηλος: -ον, διαυγής ή φανερός από πριν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρόδηλον ἤδηἦν ὅτι..., σε Ξεν.· ομοίως, πρόδηλα γάρ (ἐστι), ὅτι μέλλουσι, σε Ηρόδ.· ἐκ προδήλου, από τόπο εμφανή, σε Σοφ.· επίρρ. -λως, στον ίδ.

Middle Liddell

πρό-δηλος, ον,
clear or manifest beforehand, Eur., etc.:— πρόδηλον ἤδη ἦν, ὅτι . ., Xen.; so, πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι μέλλουσι Hdt.:— ἐκ προδήλου from a place in sight, Soph.: adv. -λως, Soph.

Chinese

原文音譯:prÒdhloj 普羅-得羅士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:以前-明顯
字義溯源:坦誠於眾人面前,清晰的,分明,明顯的;由(πρό)*=前)與(δῆλος)*=顯然的)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(3);提前(2);來(1)
譯字彙編
1) 明顯的(2) 提前5:24; 提前5:25;
2) 分明(1) 來7:14

English (Woodhouse)

clear beforehand, manifest beforehand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)