υἱοθεσία
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ἡ, adoption as a son, adoption Nic. Dam.130.18 J.; in a religious sense, πνεῦμα υἱοθεσίας Ep.Rom.8.15, cf. 23, Ep.Gal.4.5; freq. in Inscrr., in the phrase καθ' υἱοθεσίαν, GDI2581.218 (Delph., ii B. C.), SIG581.102 (Crete, ii B. C., ὑοθεσία): pl., νεανίσκων υἱοθεσίας ποιεῖσθαι D.L.4.53.
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, Annahme an Sohnes Statt, N. T.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
adoption de qqn comme fils.
Étymologie: υἱός, θετός.
Russian (Dvoretsky)
υἱοθεσία: ἡ υἱός усыновление NT.
Greek (Liddell-Scott)
υἱοθεσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ υἱοθετεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 23, πρ. Γαλ. δ΄, 5· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π.χ. Πυθόδωρος Κλεοφράδου, καθ’ υἱοθεσίαν (ἐν Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς ὑοθεσίαν) δὲ Φιλοφῶντος Συλλ. Ἐπιγρ. 205, πρβλ. 206, 2693F, 2694a, κ. ἀλλ.· νεανίσκων υἱοθεσίας ποιεῖσθαι Διογ. Λ. 4. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «υἱοθεσία· ὅταν τις θετὸν υἱὸν λαμβάνῃ». ΙΙ. τὸ ἅγιον βάπτισμα, Ἐκκλ., κλπ.
English (Strong)
from a presumed compound of υἱός and a derivative of τίθημι; the placing as a son, i.e. adoption (figuratively, Christian sonship in respect to God): adoption (of children, of sons).
English (Thayer)
υἱοθεσίας, ἡ (from υἱός and θέσις, cf. ὁροθεσία, νομοθεσία; in secular authors from Pindar and Herodotus down we find θετός υἱός or θετός παῖς, an adopted son), adoption, adoption as sons (Vulg. adoptio filiorum): (Diodorus 1. 31 § 27,5 (vol. 10:31,13Dindorf)); (Diogenes Laërtius 4,53; Inscriptions. In the N. T. it is used to denote a. that relationship which God was pleased to establish between himself and the Israelites in preference to all other nations (see υἱός τοῦ Θεοῦ, 4at the beginning): υἱός τοῦ Θεοῦ, 4): ἀπεκδέχεσθαι υἱοθεσίαν, to wait for adoption, i. e. the consummate condition of the sons of God, which will render it evident that they are the sons of God, Romans 8:19.
Greek Monolingual
η / υιοθεσία, ΝΜΑ
η ενέργεια του υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση
νεοελλ.
1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου
2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης ενός άλλου με ανάληψη και της σχετικής ευθύνης
3. φρ. «συγγένεια εξ υιοθεσίας»
(νομ.) η σχέση συγγένειας που, σύμφωνα με την επίσημη, τη νομική διαδικασία της υιοθεσίας, προκύπτει μεταξύ του θετού πατέρα και τών συγγενών του και του θετού τέκνου και τών συγγενών του
μσν.-αρχ.
εκκλ. το άγιο βάπτισμα, επειδή με αυτό ο βαπτιζόμενος γίνεται πνευματικό τέκνο του αναδόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «υἱὸν θέσθαι» + κατάλ. -ία (πρβλ. ὁροθέτης)].
Greek Monotonic
υἱοθεσία: ἡ (τίθημι Β. I.), υιοθεσία τέκνου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
υἱοθεσία, ἡ, τίθημι B. 1]
adoption as a son, NTest.
Chinese
原文音譯:uƒoqes⋯a 葵哦-帖西阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:兒子-安放(地位)
字義溯源:兒子的名分,設立為兒子,兒子;由(υἱός)*=兒子)與(τίθημι)*=設立,地位)組成
出現次數:總共(5);羅(3);加(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 兒子名分(2) 羅9:4; 弗1:5;
2) 兒子的名分(2) 羅8:23; 加4:5;
3) 兒子的(1) 羅8:15
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό υἱοθετῶ → υἱός + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.