σύρραξις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
-εως, ἡ, dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).
German (Pape)
ἡ, = σύρρηξις, Arist. mirab. 130.
Russian (Dvoretsky)
σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).
Greek Monotonic
σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.