κτύπημα
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
-ατος, τό, = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] dreun, slag.
Russian (Dvoretsky)
κτύπημα: ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.
Greek (Liddell-Scott)
κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε κτύπος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και χτύπημα, το (AM κτύπημα) κτυπώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.
2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)
2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος του πατέρα»)
3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος
4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»
μσν.
(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).
Greek Monotonic
κτύπημα: [ῠ], -ατος, τό = κτύπος, χειρός, σε Ευρ.
Middle Liddell
κτῠ́πημα, ατος, τό, = κτύπος
κτ. χειρός Eur.