δυσάρεστος

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾰρεστος Medium diacritics: δυσάρεστος Low diacritics: δυσάρεστος Capitals: ΔΥΣΑΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: dysárestos Transliteration B: dysarestos Transliteration C: dysarestos Beta Code: dusa/restos

English (LSJ)

δυσάρεστον, hard to appease, implacable, δαίμονες A.Eu.928; ill-pleased, τι at a thing, Luc.Nav.46; ill to please, fastidious, peevish, δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, cf. Isoc.1.31, 12.8, X.Mem.3.13.3 (Comp.), Diph.63, Nicostr.31 (Comp.), Plu.2.128d; ἀνοίας νόσημα δυσάρεστον Polystr.Herc.1520.1; τὸ δυσάρεστον = displeasure, Plu.Sol.25. Adv. δυσαρέστως, ἔχειν πρός τι Id.2.476b.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de pers. difícil de contentar δαίμονες de las Erinis, A.Eu.928, del filósofo Heráclito, D.L.1.88
gener. descontentadizo, caprichoso πόλις E.El.904, ἄνδρες Ar.Ec.180, cf. Isoc.1.31, Diph.63, Arr.Epict.1.12.20, de los enfermos, ancianos δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, δυσαρεστότερος ... τῶν τε οἰκετῶν καὶ τῶν ἀρρωστούντων X.Mem.3.13.3, τὸ γῆρας Isoc.12.8, cf. Alciphr.4.17.1, πρὸς ἅπαντα D.Chr.32.28
τὸ δυσάρεστον = carácter caprichoso, τὸ δυσάρεστον καὶ φιλαίτιον τῶν πολιτῶν Plu.Sol.25
descontento ἄκουσον ἐμὴν δυσάρεστον ἀκουήν IAbonuteichos 6.1 (imper.), c. giro prep. τὸ πλῆθος ... δυσάρεστον ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένον D.S.19.81, c. ac. rel. δυσάρεστοι ἔσεσθε τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας estaréis descontentos por las cosas de casa Luc.Nau.46.
2 de abstr. desagradable, molesto, antipático γνῶμαι πολλαὶ καὶ δυσάρεστοι E.IA 27, cf. Nicostr.Com.15, εὐθυμία Ph.1.357, cf. 2.23
neutr. subst. τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον Plu.2.148a.
II adv. δυσαρέστως
1 con disgusto πρὸς ταῦτα δ. ἔχειν estar disgustado por esas cosas Plu.2.476b.
2 con molestias βαρουμένης ... τῆς ὑστέρας καὶ δ. ἔχουσης διὰ τὴν ἐπιφορὰν τῆς ὕλης Sor.1.12.18.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ φιλόψογος Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = δυσαρέστησις, Plut. Sol. 25 Num. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. mécontent : τι de qch;
II. difficile à contenter :
1 d'un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;
2 difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.
Étymologie: δυσ-, ἀρέσκω.

Russian (Dvoretsky)

δυσάρεστος:
1 недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый (πόλις Eur.; γῆρας Isocr.; πλήθη Plut.): δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. капризнее (даже) больных; δ. τι Luc. недовольный чем-л.;
2 неумолимый (δαίμονες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσάρεστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, πρός τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι πρᾶγμα, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, ἰδιότροπος, δύστροπος, δύσκολος, Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάρεστος, -ον)
αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικόςδυσάρεστος καιρός»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον.

Greek Monotonic

δυσάρεστος: -ον, 1. δύσκολος στο να κατευναστεί, αδιάλλακτος, σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, ανικανοποίητος, οξύθυμος, δύστροπος, ιδιότροπος, σε Ευρ., Ξεν.
2. αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, τινι με κάποιον, σε Ευρ.· τὸ δυσάρεστον, δυσαρέσκεια, απαρέσκεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-άρεστος, ον
1. hard to appease, implacable, Aesch.: — ill to please, peevish, morose, Eur., Xen.
2. illpleased, τινι with one, Eur.: τὸ δυσάρεστον displeasure, Plut.

English (Woodhouse)

ill-tempered, morose, peevish, perverse, hard to please

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό δυσ + ἀρεστός τοῦ ἀρέσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

implacable

Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий