ὁμόρροθος

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόρροθος Medium diacritics: ὁμόρροθος Low diacritics: ομόρροθος Capitals: ΟΜΟΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: homórrothos Transliteration B: homorrothos Transliteration C: omorrothos Beta Code: o(mo/rroqos

English (LSJ)

ὁμόρροθον, prop. rowing together: hence, rowing side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5:—also ὁμορρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d'accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.

German (Pape)

zusammen rauschend, zusammen rudernd, überhaupt zusammen Etwas tuend, ἄντρον ἔσω στείχοντες ὁμόρροθοι, Theocr. ep. 3 (IX.338).

Russian (Dvoretsky)

ὁμόρροθος: Theocr. = ὁμορρόθιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόρροθος: -ον, κυρίωςὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.

Greek Monolingual

ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ῥόθος «ο ήχος του κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύρροθος)].

Greek Monotonic

ὁμόρροθος: -ον, κυρίως, αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο· απ' όπου, διπλανός, κοντινός, σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, -ον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁμόρ-ροθος, ον,
properly, rowing together: hence side by side, Theocr.:—so, ὁμορρόθιος, ον, Anth.