εὐτραφής
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
εὐτραφές, (τρέφω)
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. εὐτραφῶς, Ion. εὐτραφέως, εὐτραφῶς ἔχειν = to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7.
II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr. CP 1.18.1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
German (Pape)
ές,
1 wohl genährt, fett, Hippocr.; Plat. Legg. VIII.835d; Arist.; Pol. 31.3.12; auch • adv., εὐτραφέως ἔχειν Hippocr. – Bei Eur. Med. 920 ist es = wohl erzogen, I.T. 304 = stark und rüstig.
2 gut nährend, nahrhaft, γάλα Aesch. Ch. 855. Vgl. εὐτρεφής.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰφής:
1 хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2 полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3 хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4 питательный (γάλα Aesch.);
5 питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διοτραφής, μουσοτραφής].
Greek Monotonic
εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-τρᾰφής, ές τρέφω
I. well-fed, well-grown, thriving, fat, Eur., etc.
II. act. nourishing, Aesch.
English (Woodhouse)
brawny, fat, plump, stout, well-grown, in fit condition, well grown, well-nurtured