σίτησις

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑ́τησις Medium diacritics: σίτησις Low diacritics: σίτησις Capitals: ΣΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: sítēsis Transliteration B: sitēsis Transliteration C: sitisis Beta Code: si/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι = for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17; σίτησις καὶ δίαιτα Pl.R. 404d; σίτησις ἐν Πρυτανείῳ = public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra.764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap.37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs., σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq.574; γέρα.. δίδοται.. σ. Timocl.8.18: pl., D.20.107.
II food, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Hdt. 3.23, cf. Thphr. HP 8.4.3.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de nourrir, d'où
1 action de se nourrir, alimentation, nourriture;
2 entretien aux frais de l'État dans le Prytanée;
II. ce qui sert à nourrir, nourriture.
Étymologie: σιτέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίτησις -εως, ἡ [σιτέομαι] spijziging, voeding, het op voedsel onthalen:. οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον zij zaaien het koren niet voor voeding Hdt. 4.17.2; ἐν πρυτανεὶῳ σ. spijziging in het prytaneion Aristoph. Ran. 764. voedsel:. σίτησιν δὲ εἶναι κρέα ἑφθά hun voedsel was gekookt vlees Hdt. 3.23.1.

Russian (Dvoretsky)

σίτησις: εως (ῑ) ἡ
1 кормление, питание (σ. καὶ δίαιτα Plat.): ἐπὶ σιτήσῑ (= σιτήσει) σπείρειν τὸν σῖτον Her. сеять хлеб для собственного потребления;
2 даровое питание (на счет государства): σ. ἐν πρυτανείῳ Arph., Plat. (даровое) питание в пританее; σίτησιν αἰτεῖν Arph. ходатайствовать о питании (на государственный счет);
3 пища, еда: σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Her. (царь эфиопов ответил, что им) пищей служит вареное мясо.

Greek (Liddell-Scott)

σίτησις: -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς φαγητόν, πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ πρᾶσις, Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ δίαιτα Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― οὕτως, ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, σιτίον ΙΙ. 3. ΙΙ. τροφή, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.

Greek Monotonic

σίτησις: -εως, ἡ (σῑτέω),
I. παροχή τροφής, σιτισμός, τροφοδότηση· ἐπὶ σιτήσει, για οικιακή κατανάλωση, σε Ηρόδ.· σίτησις ἐν Πρυτανείῳ, διατροφή με δημόσια έξοδα στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φαγητό, τροφή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

σίτησις, εως, [σῑτέω]
I. an eating, feeding, ἐπὶ σιτήσει for home consumption, Hdt.; ς. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar., Plat.
II. food, Hdt.

English (Woodhouse)

board, feeding, keep, maintenance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)