ἐμβάλλω
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα: aor. 2 ἐνέβᾰλον (Pass. is mostly supplied by ἐμπίπτω):—
A throw in, τινὰ πόντῳ Il.14.258; μιν . . χερσὶν' Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν let him fall into Achilles' hands, 21.47; ἐ. νιν βροτοῦ ἀνέρος εὐνῇ 18.85; ἐ. τινὰ εἰς τὸ βάραθρον Ar.Ra.574, Nu. 1450; εἰς τὸ δεσμωτήριον D.53.14; ἐ. τινὰ εἰς συμφοράς Antipho 3.4.10; εἰς ἀτυχίας Aeschin.3.79; εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδικίαν Din.3.7; εἰς ὑποψίαν Plu.Them.23; ἐς γραφάς Ar.Ach.679, cf. Hdt.4.72, etc.; εἰς ἀπορίαν Pl.Phlb.20a; εἰς ἔχθραν D.18.70. 2 of things, ἵπποις χαλινοὺς ἐ. Thgn.551, X.Eq.6.7 (Pass.), 9.9, cf. Il.19.394; πώλοις ἡνίας E.IT1424; ἐ. ψήφους εἰς τὸν καδίσκον D.57.13, cf. X.Cyr.2.2.21; ἐ. μοχλόν (sc. εἰς τὴν θύραν) Id.An.7.1.12; ἐ. σῖτον (sc. εἰς τὴν φάτνην) Id.Cyr.8.1.38; τοῖς ὑποζυγίοις ἐ. throw food to... Thphr.Char.4.8; simply, lay or put in, [ἱμάντα] οἱ ἔμβαλε χερσίν put it into his hands, Il.14.218; ἐνέβαλον τῶν χρημάτων [εἰς τὸ κανοῦν] Arist.Pol.1304a3, cf. Ael.VH11.5; hand in, submit a petition, PPetr.3P.39 (iii B.C.), etc.; ἐ. τὴν χεῖρά τινι slide one's hand into another's, Ar.V.554; ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν as a pledge of good faith, S.Tr.1181, cf. Ar.Ra.754; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, to which Neoptolemus answers—ἐμβάλλω μενεῖν I give my pledge to remain, S.Ph.813 (troch.). 3 freq. of the mind, ἐνὶ φρεσὶν ἐ. Od.19.10 (cf. infr. 111.2); εἰς νοῦν τινί Plu. Tim.3; ἐ. ἵμερον, μένος τινί, Il.3.139, 16.529; ἐ. νεῖκός τισι to throw in strife between them, 4.444; τισὶ λύσσαν ἐρισμοῦ Timo 28.3; ἐ. λόγον Pl.R.344d; βουλὴν ἐ. περί τινος X.Cyr.2.2.18 (and abs., ἐ. τινὶ περί τινος to give one advice on a thing, ib.5.5.43 (nisi addendum <βουλήν>)); ἐ. πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν D.10.75. 4 throw upon or against, νηῒ κεραυνόν Od.12.415; δαλὸν νήεσσι Il.13.320; πέτρον στέρνῳ Pi.N.10.68; [Ἀχαιοὺς] πέτραις E.Hel.1129 (lyr.); πῆχυν στέρνοις Id.Or.1466 (lyr.); λίθον τινὶ εἰς κεφαλήν Antipho 5.26; πληγάς τινι X.An.1.5.11, cf. Plu.Caes.66; so ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (sc. πληγάς) let him lay on... X.Eq.8.4; ἐ. ἕλκεα to inflict them, Pi.Fr.111; ἐ. πῦρ set fire to... Th.7.53; ἐ. ῥήγεα lay on blankets, Od.4.298: metaph., ἐ. φόβον τινί strike fear into him, Hdt.7.10.έ; ἄταν A.Th.316 (lyr.); φροντίδας v.l. in Antipho 2.2.2; impose, ἔργα εἰς τὴν γῆν PTeb.37.7 (Pass., i B. C.); of a fine, BCH8.307 (Delos). 5 ἐ. ὦμον put one's shoulder to the work, in archery, Hp.Fract.2. 6 put into its place, to set a broken or dislocated limb, ib.24 (Pass.), Art.1, al., Arist.PA685b6. 7 Medic., put in, ἀμυχάς, διαίρεσιν, Philum.Ven.7.4, Antyll. ap. Orib.45.24.4. 8 graft a tree, D.53.15 (Pass.); but simply, plant, τὰ φυτά IG12(7).62.29. 9 ἐ. τινί (sc. μάρμαρον) to throw at another, Il.12.383. 10 insert a word or a letter, Pl.Prt.343d, Cra.414c, al.; εἰς κωμῳδίαν στίχον Plu.2.334f. 11 ἐ. οἰκίαν τινί bring it down upon him, Ar.Ach.511, cf.Nu. 1489. 12 τάφρον ἐ. make a trench, Plu.Pyrrh.27, Mar.15. 13 pay, contribute, ἀργύριον IG7.235.13 (Oropus); τροφάν GDI1884.12 (Delph.). 14 denounce an offender, ἐς τὰν βωλάν SIG527.103 (Dreros, iii B.C.). 15 intercalate a month, IG12.76.53. II intr. (sc. στρατόν), make an inroad or invasion, v.l. for ἐσβ. in Hdt.4.125,5.15,9.13, cf. X.Ages.1.29; in full, ἐ. στράτευμα A.Th.583,1024: metaph., attack, Pl.Tht.165d. b generally, burst, rush in, ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγοράν Aeschin.2.164, Lycurg.5, etc.; embark upon, ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον E.El.962: c. dat., εἰκασίαις Hierocl.p.37 A.; βίβλοις μακραῖς καὶ δυσελίκτοις Jul.Or.7.227b. 2 strike a ship with the ram (ἔμβολος 1.3), charge or ram it, νηΐ Hdt.8.84, al., cf. 7.10.β; ἐ. ταῖς λοιπαῖς (sc. ναυσί) Th.4.14; ξυνετύγχανε . . διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι on one side had charged others, on the other had been charged themselves, Id.7.70. b of water, ἐ. τοῖς ὄρεσι to dash against them, Hdt.2.28: abs., τὸ ὕδωρ ἐμβαλὸν τὰ χωρία ἐλυμήνατο D.55.11. 3 κώπῃς ἐ. (sc. χεῖρας) lay oneself to the oars, Od.10.129, cf. Pi.P.4.201; ἐ. alone, pull hard, Ar.Eq.602, Ra.206, X.HG5.1.13. 4 of a river, empty itself, εἰς . . Pl.Phd.113c. III Med., throw in what is one's own, ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον D.49.65, cf. 27.51: abs., draw lots, SIG1006.3 (Cos, iii B.C.). 2 metaph., μή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ Il.10.447; μῆτιν ἐ. θ. 23.313; εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι D.18.68 (later in Act., PTaur.4.9); τὸ καρτερὸν ἐμβαλόμενοι X.Cyr.4.2.21 (cf. supr. 1.3). 3 c. gen., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων fall upon the hare's flesh, Ar.Pax 1312. 4 put on board ship, PHib.1.152 (iii B.C.), POxy. 1292.3 (i A.D.), Luc.VH1.5, etc. 5 set to work upon, τῇ γεωργίᾳ PStrassb.111.3 (iii B.C.). IV Pass., to be dashed against: of ships, charge (v. supr. 11.2), Th.7.34,70.
German (Pape)
[Seite 804] (s. βάλλω), 1) hineinwersen, auf Etwas werfen, schleudern; τινὰ πόντῳ, ins Meer, Il. 14, 258; νηῒ κεραυνόν Od. 12, 415; δαλὸν νήεσσι Il. 13, 320; χιτῶνα ἔμβαλε χερσίν Od. 1, 438; σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί, gab es ihm in die Hand, 2, 37; σάκει ἔμβαλε ἔγχος Hes. Sc. 414; πέτρον στέρνῳ Pind. N. 10, 68; λίθον τινὶ εἰς κεφαλήν Antiph. 5, 261 πῦρ ἐμβαλόντες Thuc. 7, 53; εἰς φρέαρ, εἰς ἅμαξαν, Plat. Gorg. 471 bc; εἰς τὸ βάραθρον Ar. Ran. 754; εἰς τὰς ἄρκυς, in die Netze treiben, Xen. Cyn. 6, 25; – Hom. μὶν αὖτις χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, gab ihn, ließ ihn in die Hände fallen, Il. 21, 47; εἰς τὸ δεσμωτήριον, ins Gefängniß werfen, Dem. 53, 14; oft übertr., εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 19 e, in Verlegenheit bringen; εἰς φαῦλον ἐρώτημα ibd. 19 a; εἰς λόγον Rep. VI, 487 e, darauf bringen; εἰς ἀτυχίας, ins Unglück stürzen, Aesch. 3, 79; εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδικίαν Din. 3, 7; εἰς γραφάς, in Processe stürzen, Ar. Ach. 686; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν, zum Gelächter machen, Dem. 10, 75; εἰς ἔχθραν, verhaßt machen, 18, 70; τινὶ εἰς ὑποψίαν, in Verdacht bringen, Plut. Them. 23. – Elliptisch zu erkl. sind ἐμβάλλειν κώπαις, sc. χεῖρας, rudern, Pind. P. 4, 201, wie Od. 9, 489; ohne κώπαις, Xen. Hell. 5, 1, 13; Ar. Ran. 206; komisch Equ. 602, wo ein Schol. ἰδίως τὸ κροῦσαι ναυσὶν ἐμβάλλειν λέγουσι, wenn man nicht ναῦν ergänzen od. es intraus. fassen will, sich mit den Rudern auslegen; aber εἰς τὰ πλοῖα ist »einschiffen«, Pol. 2, 7, 10; χιλόν, χόρτον, sc. εἰς τὴν φάτνην, Futter vorwerfen, Xen. An. 1, 9, 27 u. öfter; ψῆφον, das Stimmsteinchen in die Urne werfen, abstimmen, περί τινος, Cyr. 2, 2, 21; vgl. Poll. 8, 127; – πληγάς, Prügel aufzählen, schlagen, τινί, Xen. An. 1, 5, 11, wie Sp., z. B. Plut. Caes. 65, πληγὴν μίαν εἰς τὸν βουβῶνα, versetzte ihm einen Hieb in; auch ohne Zusatz, schlagen, ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα Xen. Hipp. 8, 4. – 2) hineinfügen, einschieben; ein Wort, Plat. Prot. 342 e; einen Buchstaben, Crat. 414 b u. öfter; χαλινὸν ἵππῳ, dem Pferde den Zügel anlegen, Xen. Equ. öfter; ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il. 19, 394; βρόχον ἔμβαλε τραχήλῳ Theocr. 23, 51; χεῖρα δεξιάν, die Hand geben, Soph. Tr. 1171 (wie Dem. 21, 119) u. ä. χειρὸς πίστιν, Phil. 802, wo einfach ἐμβάλλω μενεῖν, ich verspreche zu bleiben, geantwortet wird; vgl. Ar. Vesp. 554; – μοχλόν, den Riegel einschieben, vorschieben, Xen. An. 7, 1, 12; τάφρον, einen Graben aufwerfen, Plut. Pyrrh. 27. – In vielen anderen Beziehungen, z. B. φυτὰ ἀκροδρύων γενναῖα ἐμβεβλημένα, gepfropft, Dem. 53, 15; ἐμβ. δένδρα, einpflanzen; – ζεύγη εἰς τὸν ἀγρόν, hinschicken, wie εἰς τὰ πλοῖα, s. oben. Besonders auch von der Seele, einflößen, μένος τινί, σθένος – ἑκάστῳ καρδίῃ, Il. 10, 366. 11, 151; σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος Soph. O. C. 1394; νόσον Ai. 447; νόστον πικρὸν στρατῷ Eur. Tr. 66; ἄταν τινί Aesch. Spt. 298; φροντίδας τινί Antiph. II β 2; φόβον ἄπορον Plat. Legg. III, 698 b; φιλοπραγμοσύνην Φιλίππῳ Dem. 4, 42; προθυμίαν καὶ ὁρμὴν τῆς στρατείας Plut. Pyrrh. 13; εἰς νοῦν ἐμβάλλειν Timol. 3; θάρσος τινί Pol. 10, 14, 10; λόγον περί τινος, ein Gespräch worüber einleiten, anknüpfen, Plat. Rep. I, 344 d; Xen. Cyr. 2, 2, 19; Plut. Camill. 23; absol., σὺ δὲ ἔμβαλε περὶ τούτου, gehe darüber zu Rathe, Xen. Cyr. 5, 5, 43; βουλὴν εἴς τινα ib. 2, 2, 18. – 3) intrans. hineinfallen (sich hineinwerfen, od. στρατόν), einen Einfall machen, einbrechen; εἰς χώραν Xen. u. A.; Aesch. vollständig, στράτευμα, Spt. 1010; ταῖς ναυσί, angreifen, Thuc. 4, 14; Pol. oft; von Schiffen bes. = mit dem ἔμβολον (w. m. s.) anfallen, μέσῃ Thuc. 2, 91; 7, 34; ἐμβεβληκέναι καὶ ἐμβεβλῆσθαι 70; darauf losstürzen, κατὰ τὰς ὁδοὺς τῷ ἀεὶ ἀπαντῶντι Plat. Rep. VIII, 563 c; εἰς τοὺς προφύλακας Plut. Camill. 10; geradezu für begegnen, id. Timol. 26. – Sich wohin begeben, εἰς ἀγορὰν ἐμβάλλειν Dem. 24, 103. 165, s. unter ἀγορά. – Von Flüssen, hineinfallen, sich ergießen; εἰς τὸν Τάρταρον Plat. Phaed. 112 d; Xen. An. 1, 2, 8; Strab. XVII p. 786; eindringen, τὸ ὕδωρ ἐμβαλὸν τὰ χωρία ἐλυμήνατο Dem. 55, 11. – 4) Im med., für sich hineinlegen, bes. ins Schiff, eine Ladung einnehmen; Luc. Catapl. 5; Plut. u. a. Sp.; – μαρτυρίαν ἐνεβάλε το τοιαύτην, sc. εἰς τὸν ἐχῖνον, Dem. 27, 51, ein Zeugniß ablegen, wie vollständig ἐμβαλομένου γὰρ ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον, 40, 65; – μῆτιν ἐμβάλλεο θυμῷ Il. 23, 313, wie φύξιν 10, 447, ins Herz legen, daran denken; τοῦτ' εἰς τὸν νοῦν ἐμβαλέσθαι Dem. 18, 68 u. Sp. – Komisch ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων Ar. Pax 1312, in sich hineinwerfen, sich damit vollfüttern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, πρκμ. -βέβληκα, ἀόρ. βʹ ἐνέβᾰλον: ‒ τὸ παθ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ ἐμπίπτω. Ρίπτω εἰς, ῥίπτω μέσα, ὡς ἐμβ τινὰ πόντῳ Ἰλ. Ξ. 258· βάλλω, ἀλλ᾿ ἵπποις ἔμβαλλε... χαλινοὺς Θέογν. 551, Ξεν. Ἱππ. 6, 7., 9, 9, πρβλ. Ἰλ. Τ. 394, Εὐρ. Ι. Τ. 1424· ῥίπτω ἐντός, ἐμβ. ψῆφον εἰς τὸν καδίσκον Δημ. 1302, 27, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· βάλλω, ἐμβ. μοχλὸν εἰς τὴν θύραν ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 7. 1, 12· ἐμβ. σῖτον εἰς τὴν φάτνην ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 38, κτλ.· ἀκολούθως ἁπλῶς: βάλλω, θέτω εἰς, κεστὸν ἔμβαλε χερσίν, ἔβαλεν εἰς τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Ξ. 218· ἐνέβαλον τῶν χρημάτων εἰς τὸ κανοῦν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 5. 2) οὕτως, ἐπὶ προσώπων, βάλλω ἐντός, παραδίδω, δυωδεκάτῃ δέ μιν αὖτις χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 47· ὅτε σε βροτοῦ ἀνέρος ἔμβαλον εὐνῇ Σ. 85· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ βάραθρον Ἀριστοφ. Βάτρ. 574, Νεφ. 1450· εἰς τὸ δεσμωτήριον Δημ. 1251. 10· ὡσαύτως, ἐμβ. τινὰ εἰς συμφορὰς Ἀντιφῶν 125, 7· ἐς γραφὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 686, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 72· εἰς ἀπορίαν Πλάτ. Φίληβ. 20Α· εἰς ἔχθραν Δημ. 248. 17· ἐμβ. τὴν χεῖρά τινι, τιθέναι τὴν χεῖρα εἰς τὴν χεῖρα ἑτέρου, Ἀριστοφ. Σφ. 554· ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν, εἰς σημεῖον καλῆς πίστεως, Σοφ. Τρ. 1181· ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, δός μοι τὴν χεῖρά σου πρὸς πίστωσιν (ὅτι θὰ μείνῃς), εἰς ὃ ὁ Νεοπτόλεμος ἀποκρίνεται ἐμβάλλω μενεῖν, σοὶ τὴν δίδω (πρὸς πίστωσιν) ὅτι θὰ μείνω, ὁ αὐτ. Φιλ. 813, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 754, 789. 3) συχνάκις ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἐμβ. τινί τι θυμῷ, βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν τινος, Λατ. injicere, Ὅμ.· ὡσαύτως, ἐν φρεσὶν ἐμβ. Ὀδ. Τ. 10 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· οὕτως, ἐμβ. ἵμερον, μένος τινὶ Ὅμ.· ἐμβ. νεῖκός τισι Ἰλ. Δ. 444· ἐμβάλλειν λόγους, Λατ. injicere sermonem, Πλάτ. Πολ. 344D· βουλὴν ἐμβ. περί τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 18, (καὶ ἀπολ., ἐμβ. τινὶ περί τινος, συμβουλεύειν, αὐτόθι 5. 5, 43), ἐμβ. τι εἰς γέλωτα, ῥίπτειν τι εἰς τὸ μέσον πρὸς διέγερσιν γέλωτος, Δημ. 151. 19. 4) ῥίπτω ἐπάνω ἢ ἐναντίον τινός, νηΐ κεραυνὸν Ὀδ. Μ. 415· δαλὸν νήεσσι Ἰλ. Ν. 320· πέτρον στέρνῳ Πινδ. Ν. 10 127· Ἀχαιοὺς πέτραις Εὐρ. Ἑλ. 1129· πῆχυν στέρνοις ὁ αὐτ. Ὀρ. 1466· λίθον τινὶ εἰς κεφαλὴν Ἀντιφῶν 132. 27· πληγάς τινι Ξεν. Ἀνάβ. 1, 5. 11· οὕτως, ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (ἐνν. πληγὰς) ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 4· ἐμβ. ἕλκεα Πινδ. Ἀποσπ. 77· ἐμβ. πῦρ Θουκ. 7. 53· ἐμβ. ῥήγεα, βάλλειν ἐπάνω σκεπάσματα, Ὀδ. Δ. 298· ‒ μεταφ., ἐμφ. φόβον τινί, προξενεῖν φόβον εἴς τινα, Λατ. incutere timorem, Ἡρόδ. 7. 10, 5· ἄταν Αἰσχύλ. Θήβ. 316· φροντίδας Ἀντιφῶν 116. 28. 5) ἐμβ. ὦμον, βάλλειν τὸν ὦμον εἰς ἐργασίαν, ἐπὶ τῆς τοξευτικῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750. 6) βάλλω τι εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ τεθραυσμένον ἢ ἐξηρθρωμένον ὀστοῦν, αὐτόθι 761, 766, π. Ἄρθρ. 780 κἑξ., 830· ἐγκεντρίζω δένδρον τι, ἐμβολιάζω, Δημ. 1251, 22, ἐν τῷ παθ. 7) ἐμβάλλειν τινά τινι, Ἰλ. Μ. 383. 8) παρεμβάλλω λέξιν ἢ γράμμα, Πλάτ. Πρωτ. 343D, Κρατύλ. 414C, κ. ἀλλ.· ἐς κωμῳδίαν στίχον Πλούτ. 2. 334Ε. 9) ἐμβ. οἰκίαν τινί, καταρρίπτειν, ῥίπτειν αὐτὴν ἐπ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 511. 10) τάφρον ἐμβ., τάφρον ποιεῖν, Πλουτ. Πύρρ. 27, Μάρ. 15. 11) ἀμετ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), εἰσβολὴν ποιεῖν, εἰσβάλλειν, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 15· ἐς τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 9. 13, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 29· ‒ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 538, 1019, προστίθεται ἡ λέξις στράτευμα. ΙΙ. καθόλου, εἰσορμῶ, ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγορὰν Αἰσχίν. 23. 32., Λυκοῦργ. 148. 24, κτλ.· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον Εὐρ. Ἠλ. 962, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 165Ε. 2) κρούω, πλήττω, προσβάλλω πλοῖον διὰ τοῦ ἐμβόλου (ἴδε ἔμβολον Ι. 3), κάμνω ἔφοδον κατ᾿ αὐτοῦ (πρβλ. ἐμβολὴ ΙΙ. 2, ἔμβολος 3), νηῒ Ἡρόδ. 8. 84, 87, 92, πρβλ. 7. 10. 2· ἐμβ. ταῖς λοιπαῖς (ἐνν. ναυσὶ) Θουκ. 4. 14· ξυνετύγχανε... διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλους ἐμβεβληκέναι, τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι ὁ αὐτ. 7. 70· ἐπὶ ὕδατος, ἐμβ. τοῖς οὔρεσι, ὁρμᾶν ἐναντίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 2. 28. 3) κώπῃ ἐμβάλλειν (ἐξυπακουομ. χεῖρας), incumbere remis, Ὀδ. Κ. 129, Πινδ. Π. 4. 357· καὶ ἐμβάλλειν μόνον, ἐπικεῖσθαι, κωπηλατεῖν ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 602, Βάτρ. 206, Ξεν. Ἑλλην. 5. 1, 13. 4) ἐπὶ ποταμοῦ, κενοῦμαι, χύνομαι, εἰς..., Πλάτ. Φαίδ. 113D. ΙΙΙ. Μέσ., ῥίπτω τι ἐντός τινος, ἐμβαλομένου γὰρ ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον Δημ. 1203. 26, πρβλ. 829. 18. 2) μεταφ., μὴ δή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ, μὴ βάλῃς εἰς τὸν νοῦν σου ὅτι θὰ φύγῃς, Ἰλ. Κ. 447· μῆτιν ἐ. θ. Ψ. 313· εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι Δημ. 247. 20· πρβλ. ἀνωτ. Ι. 3. 3) μετὰ γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, «ῥιχθῆτε ᾿ς τὰ λαγίσια φαγητά», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1312. IV. Παθ., ῥίπτομαι ἐπάνω εἴς τι ἢ ἐναντίον τινός, ἐπὶ πλοίων, κάμνω ἔφοδον (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2), Θουκ. 7. 34, 70· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ξενοφ. Κύρ. 4. 2. 21. ‒ Πρβλ. εἰσβάλλω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμβαλῶ, ao.2 ἐνέβαλον, pf. ἐμβέβληκα;
I. tr. 1 jeter dans ou sur : τινα πόντῳ IL précipiter qqn dans la mer ; νηῒ κεραυνόν OD lancer la foudre sur un navire ; πληγάς τινι XÉN lancer des coups à qqn;
2 sans idée de violence faire entrer dans, placer dans : ἐμβ. χεῖρα δεξιάν SOPH ou χειρὸς πίστιν SOPH mettre sa main dans celle d’un autre comme gage de foi ; ἐμβ. ῥήγεα OD étendre des couvertures (sur un lit) ; insérer un mot, une lettre, un vers ; fig. ἐν φρεσὶν ἐμβ. OD, εἰς νοῦν ἐμβ. PLUT jeter dans l’esprit, faire venir à l’esprit, évoquer ; φόβον τινὶ ἐμβ. HDT jeter la crainte dans le cœur de qqn, inspirer la crainte à qqn ; ἐμβ. τινὰ εἰς ὑποψίαν PLUT jeter qqn en un soupçon, inspirer un soupçon à qqn ; avec un seul rég. ἐμβ. μόχλον XÉN pousser un verrou ; ψῆφον XÉN jeter son suffrage (dans l’urne) ; fig. βουλὴν περί τινος XÉN voter ou donner son avis sur qch ; λόγον περί τινος XÉN faire tomber l’entretien sur qch;
3 pousser en avant (dans le sol) : τάφρον PLUT ouvrir une tranchée;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν, χεῖρα, στρατόν, etc.) se jeter dans ou sur :
1 en parl. d’un fleuve ἐμβ. εἰς se jeter dans;
2 se jeter sur avec idée de violence : εἰς χώραν XÉN se jeter sur un pays, l’envahir ; ταῖς ναυσί THC sur les navires ; faire s’écrouler sur;
3 sans idée de violence κώπῃσ’ OD se courber sur les rames, ramer;
Moy. ἐμβάλλομαι (f. ἐμβαλοῦμαι);
1 tr. jeter pour soi ; fig. τι θυμῷ IL, εἰς νοῦν DÉM se mettre qch dans l’esprit (une pensée, un projet, etc.);
2 intr. se jeter (sur l’ennemi), attaquer.
Étymologie: ἐν, βάλλω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐνέβαλλε, aor. 2 ἔμ- βαλον, inf. ἐμβαλέειν: throw or cast in; πῦρ νηί, Il. 15.598; τινὰ πόντῳ, Il. 14.258; τὶ χερσίν, ‘put’ or ‘give into’ the hands, Il. 14.218, Od. 2.37, etc.; βροτοῦ ἆνέρος ἔμβαλον εὐνῇ, ‘brought thee to the couch of a mortal,’ Il. 18.85; metaph., νεῖκός τισι, Il. 4.444; ἵμερον θῦμῷ, ‘infuse,’ ‘inspire with,’ Il. 3.139; intrans., κώπῃς, ‘lay to’ the oars, Od. 9.489; mid., μῆτιν ἐμβάλλεο θῦμῷ, ‘lay to heart,’ Il. 23.313 ; φύξιν, ‘take thought of,’ Il. 10.447.