Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμολγός

From LSJ
Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμολγός Medium diacritics: ἀμολγός Low diacritics: αμολγός Capitals: ΑΜΟΛΓΟΣ
Transliteration A: amolgós Transliteration B: amolgos Transliteration C: amolgos Beta Code: a)molgo/s

English (LSJ)

ὁ, Hom. always in the phrase νυκτὸς ἀμολγῷ, usu. of

   A dead of night, Il.11.173, 15.324, cf. h.Merc.7; also of evening twilight, Il.22.317 (when Venus is seen), and morning twilight, ib.28 (when Sirius rises in autumn); ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.Fr.69; ἀμολγός alone, Orph.H.34.12, f.l. in E.Fr.781.6:—as Adj., νύξ ib.104. (Derived by Eust. 1018.21 from ἀμολγός, Achaean for ἀκμή, but more prob. = milking-time.)

German (Pape)

[Seite 127] ὁ (ἀμέλγω), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt ἀμολγός = ἀκμή gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. μάζα; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερθέ τε καὶ δι' ἀμολγοῦ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμολγός: ὁ, Ὁμηρ. λέξις, ἧς ἡ ἀκριβὴς ἐτυμολογία καὶ σημασία μένουσιν εἰσέτι ἐν ἀμφιβολίᾳ: ― ὁ Ὅμ. πάντοτε ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ συνδυασμῷ νυκτὸς ἀμολγῷ, ἵνα σημάνῃ ἢ τὰς τέσσαρας πρὸ τῆς ἕω ὥρας (τὸν χρόνον δηλ. τῶν ἐναργῶν ὀνείρων, Ὀδ. Δ. 841· κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ἐπιτολὴν τοῦ Σειρίου, Ἰλ. Χ. 28), ἢ τὰς τέσσαρας ὥρας μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Χ. 317: καὶ οὕτω καθόλου, ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ἰλ. Λ. 173, Ο. 324, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 7, πρβλ. λυκόφως· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα, ὡς ἐν Ὀρφ. Ὕμ. 33. 12, ἀμολγῷ ἄνευ τῆς λέξεως νυκτός: ― νυκτὸς ἀμολγὸν ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχ. Ἀποσπ. 66· καὶ ὁ Εὐρ. δέ, καθ’ ἃ λέγει ὁ Ἡσύχ., ἔχει μεταχειρισθῇ τὴν λέξ. ὡς ἐπίθ., νύκτα ἀμολγόν, «ζοφεράν, σκοτεινήν»: ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 6 (ἔνθα ἡ λέξ. ἵσταται μόνη, οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε, εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών, φαίνεται (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) ὅτι σημαίνει κηλῖδα αἵματος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημ. 3.137, κἑξ. - (Ἡ φυσικὴ ὑπόθεσις ὅτι ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ἀμέλγω καὶ ὅτι τὸ ἀμολγὸς σημαίνει τὸν χρόνον τῆς ἀμέλξεως δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ. Ὁ Βουττμ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ τοῦ Εὐσταθ. 1018. 21 (ὅστις λέγει ὅτι ἀμολγὸς εἶναι παλαιὰ λέξις Ἀχαϊκὴ ἀντὶ ἀκμή), ὑπολαμβάνει ὅτι ἡ φράσις νυκτὸς ἀμ. σημαίνει ἡ ἀκμὴ ἢ τὸ σκοτεινότατον μέρος τῆς νυκτός, ἂν καὶ οὐχὶ ἀναγκαίως τὸ μεσονύκτιον· πρβλ. ἀμολγαῖος· πρβλ. καὶ τὰ σημερινά: «μοῦργος» = μέλας, «μοῦργι» = τὸ τῆς ἑσπέρας σκότος καὶ «μουργίζει» = ἀρχίζει νὰ σκοτεινιάζῃ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
temps où l’on trait (matin ou soir) ; ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ IL, OD au plus profond de la nuit.
Étymologie: ἀμέλγω.

English (Autenrieth)

doubtful word, always (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ, in the darkness of night, ‘at dead of night,’ as an indication of time.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
I subst.
1 (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ en plena noche, en la oscuridad de la noche, Il.11.173, 15.324, 22.28, 317, Od.4.841, h.Merc.7, h.Hom.18.7
la oscuridad (de la noche) προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.Fr.103, δι' ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν Orph.H.34.12, cf. quizá ICr.2.19.7.10 (Falasarna, Creta IV a.C.)
expl. de varias maneras por los comentaristas, τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσιν Hsch.s.u. ἀμολγῷ, ἢ τὸν τοῦ ἀμέλγειν καιρόν. διττὸς δὲ αὐτός, ἢ ἑῷος ἢ ἑσπέριος. καὶ ἄλλως δὲ, ἀμολγὸς νυκτὸς τὸ πυκνὸν ... Ἀχαιοὶ δὲ ... ἀμολγὸν τὴν ἀκμήν φασιν, ὡς εἶναι νυκτὸς ἀμολγὸν τὴν ἀκμὴν ἤτοι τὸ μέσον Eust.1018.22, cf. 1255.5, ἀμολγός· σημαίνει ... ἀωρίαν, σκότος EM 1114, cf. 1098.
2 ordeñador ἀ., ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα EM 129.8G.
fig. chupón, explotador de políticos ἀμολγοί· οἱ ἀμέλγοντες τὰ κοινὰ καὶ διαφοροῦντες τὰ δημόσια Paus.Gr.α 90, cf. Hsch.s.u. ἀμολγοί, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἐξαμέλγοντας καὶ ἁρπάζοντας EM 1114.
3 colodra σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ γάλα οἱ ποιμένες EM 1114
tonel (?) σημαίνει ... καὶ ξύλινον οἰνοφόρον EM 1114.
4 φλογμός (quizá ref. al mediodía, cf. ἀμολγάζει) EM 1114.
II adj. -ός, -όν negro ἀμολγὸν νύκτα E.Fr.104, σημαίνει μέλαν EM 1114.

• Etimología: Tradicionalmente se ha rel. c. ἀμέλγω, pero recientemente se ha puesto en duda, prob. con razón.