ἄγχι
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Poet. Adv. of place,
A near, Il.5.185, Od.3.449, etc.:—freq. c. gen., which sts. precedes, Ἕκτορος ἄ. Il.8.117, cf. Od.4.370; but usu. follows, ἄ. νεῶν Il.10.161, etc.; ἄ. πελαγίας ἁλός A.Pers.467; ἄ. πλευμόνων Id.Ch.639 ; ἄ. γῆς S.OC399. 2 of Time, ἄ. γὰρ ἀμέρα Sapph.Supp.19.7. II of resemblance, like, c. dat., Pi. N.6.9.—For Comp. and Sup. v. ἆσσον, ἄγχιστος.
German (Pape)
[Seite 25] (vgl. ἐγγύς, ἄγχω, ἄγκος), p., nahe, 1) vom Orte, nahe bei, von Homer an, a) mit dem gen. z. B. ἄγχι νεῶν Il. 10, 161, στήσαμεν νῆα ἄγχ' ὕδατος γλυκεροῖο Od. 12, 306, ἤιεν ἄγχι κυνῶν 19, 438, Ἕκτορος ἄγχι γένοντο II. 8, 117; Pind. ἄγχι ἐλθὼν ἁλός Ol. 1, 71; Aesch. Ch. 630 Pers. 459; Soph. O. C. 400; Eur. Phoen. 1572. – b) mit dem dat., bes. bei παρέστη, παρίστατο, wo der dat. auch vom verh. abhangen kann, Il. 15, 442. 5, 570; τάχα δέ σφισιν ἄγχι γένοντο Il. 23, 447, ταρβήσας, ὅ οἱ ἄγχι πάγη βέλος Il. 20, 283. Vgl. Pind. N. 6, 16 ἄγχι ἀρούραις, wo es ähnlich heißt. – c) ohne cas., wie ἄγχι σχὼν κεφαλήν Od. 1, 157. 4, 70. 17, 592; – ἔστη ἄγχι παρ' ὀρσοθύρην Od. 22, 333. – 2) von der Zeit erkl. man Hom. Od. 19, 301 ἐλεύσεται ἤδη ἄγχι μάλ', οὑδ' ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης δηρὸν ἀπεσσεῖται, – Compar. ἆσσον, näher, häufig ohne cas. mit ἰέναι, ἱκέσθαι, sich nähern, oft mit dem gen., dem es gew. nachsteht, z. B. τείχεος ἆσσον ἴσαν Il. 22, 4, wie Aesch. frg. 162; Eur. Iph. A. 291; Soph. O. C. 813 στείχει ἡμῶν ἆσσον; vgl. El. 888; auch μᾶλλον ἆσσον verb., Ant. 1195; doch ἆσσον ἐμεῖο IL 24, 74, ἆσσον δ' οὐκέτ' ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος ἐλθέμεν Od. 12, 303. In ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Il. 23, 97 ist μοι der dat. ethic., wie auch wohl Soph. O. C. 726 ἆσσον ἔρχεται Κρέων ὅδ' ἡμῖν zu nehmen. – Auch ἀσσοτέ ρω, Hom. πυρός Od. 19, 506, παραὶ πυρί 17, 572; -ἄγχιον, E. M. – Die Form ἀγχότερος s. unter ἀγχιοῦ, – Superl. ἄγχιστος, s. bes.; – ἀγχότατος unter ἀγχοῦ; – ἄσσιστα sagte Aesch. frg. 56; ἀσσοτάτω Crinag. 22 (IX, 430), der auch ἀσσοτάτη λεχέων hat 9 (VI, 345).
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
près, auprès, gén., qqf dat. ;
avec idée de temps proche, bientôt;
Cp. ἆσσον, plus près ; Sp. ἄγχιστα ou ἄγχιστον.
Étymologie: R. Ἀγχ, v. ἄγχω.
English (Autenrieth)
near, hard by, τινός. The dat., if used, generally modifies the verb of the sentence, but probably with ἄχγι in Il. 20.283. Of time, ἄγχ<<><>> μάλ, ‘in the near future,’ Od. 19.301.
English (Slater)
ἄγχι, ἄγχιστος
a prep. c. dat., near, like τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.9) ]Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) (Pae. 7.10)
b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” (P. 9.64)
c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearest ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (N. 9.55) ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον (ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) (I. 2.10) πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2.
English (Slater)
ἄγχι, ἄγχιστος
a prep. c. dat., near, like τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.9) ]Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) (Pae. 7.10)
b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” (P. 9.64)
c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearest ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (N. 9.55) ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον (ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) (I. 2.10) πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2.