θαλάσσιος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλάσσιος Medium diacritics: θαλάσσιος Low diacritics: θαλάσσιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ
Transliteration A: thalássios Transliteration B: thalassios Transliteration C: thalassios Beta Code: qala/ssios

English (LSJ)

later Att. θαλάττιος, α, ον, also ος, ον E.IT236: (θάλασσα):—

   A of, in, on, or from the sea, οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614; κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67; θ. βίος Archil.51; χέλυς Alc.51; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28; Χάριτες Lyr.Adesp.85.11; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl.396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd.298d, Arist.HA487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers.558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).    2 skilled in the sea, nautical, Hdt.7.144; γεωργοὶ καὶ οὐ θ. Th.1.142.    3 like the sea, in colour, τῇ χρόᾳ Plu.2.395b; = ἁλουργής, στρώματα D.S.34/5.2.35.    II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.

German (Pape)

[Seite 1182] auch 2 Endgn, aus, von dem Meere, zum Meere gehörig; ἔργα, Geschäfte auf dem Meere, sowohl Fischfang, Od. 5, 66, als Schifffahrt, Il. 2, 614; ἀνέμων ῥιπαί Pind. N. 3, 67; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, der auch πεζούς τε καὶ θαλασσίους vrbdt, Pers. 550, Land- u. Seetruppen; θαλάσσιον ἐκρίψατε, werft ihn ins Meer, Soph. O. R. 1411; κλύδων Eur. Med. 28; ἀκτὰς ἐκλιπὼν θαλασσίους I. T. 236; βίος Archil. frg. 10; τῶν ἐχίνων θαλαττίων Plat. Euthvd. 298 d; ὄψον Pol. 34, 8, 6; mit dem Seewesen sich beschäftigend, Thuc. 1, 7; Ggstz von ἠπειρώτης 1, 83; von γεωργοί 4, 142; ἀναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι Ἀθηναίους Her. 7, 144. – Auch στρώματα, mit Meerpurpur gefärbt.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλάσσιος: μεταγεν. Ἀττ. -ττιος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 236 (θάλασσα): - ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἢ ἐκ τῆς θαλάσσης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. marinus, οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει, περὶ τῶν Ἀρκάδων, Ἰλ. Β. 614· κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσιν τε θαλ. ἔργα μέμηλεν Ὀδ. Ε. 67· θαλ. βίος Ἀρχίλ. 46· θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων Πίνδ. Ν. 3. 101, Εὐρ. Μηδ. 28· ὁ θαλ. Ποσειδῶν Ἀριστοφ. Πλ. 396· - ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χερσαῖα, Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Εὐθυδ. 298D, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1, 1, 15· πεζοί τε καὶ θαλ., ἄνδρες τῆς ξηρᾶς καὶ ναυτικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 558· θαλ. ἐκρίπτω τινά, ῥίπτω τινὰ εἰς τὴν θάλασσαν Σοφ. Ο. Τ. 1311· θάλ. νεκρός, ἐπὶ πεπνιγμένου, Θέογν. 1229. 2) ἔμπειρος τῆς θαλάσσης, ναυτικός, Ἡρόδ. 7. 144, Θουκ. 1. 142. 3) ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ κατὰ τὸ χρῶμα, τῇ χρόᾳ Πλούτ. 2. 395Β. II. θαλάσσιαι, αἱ, ὄνομα ἱερειῶν τινων ἐν Κυζίκῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 4.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. de la mer, d’où
1 marin, maritime ; οἱ θαλάσσιοι ESCHL troupes de mer ; θαλάσσια ἔργα les travaux de la mer, càd l’art de conduire des navires, la pêche en parl. d’oiseaux pêcheurs;
2 qui est ou tombe dans la mer : θαλάσσιον ἐκρίπτειν τινά SOPH jeter qqn à la mer;
II. habile dans les choses de la mer, bon marin.
Étymologie: θάλασσα.

English (Autenrieth)

of the sea; θαλάσσια ϝέργα, ‘business on the sea,’ navigation, fishing, Il. 2.614, Od. 5.67.

English (Slater)

θᾰλάσσιος
   1 of the sea θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν (N. 3.59)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM θαλάσσιος, -ία, -ον, Α και θαλάσσιος, -ον, αττ. τ. θαλάττιος, -ία, -ον και -ος, -ον) θάλασσα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῑσι πεμφθείς», Πίνδ.
2. αυτός που ζει στη θάλασσα
3. το θηλ. ως ουσ. η θαλασσιά
μονοκότυλο αγγειόσπερμο υδροχαρές φυτό, της τάξης ελόβια
νεοελλ.
φρ.
1. «θαλάσσια δύναμη» — κράτος που έχει ισχύ κατά θάλασσα, που έχει ισχυρό πολεμικό ναυτικό
2. ναυτ. «θαλάσσια οδός» — κάθε οργανωμένη από οικονομική ή στρατιωτική άποψη αρτηρία θαλάσσιας επικοινωνίας
3. ναυτ. «θαλάσσια υπηρεσία» — η υπηρεσία σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία ή σε άλλα πολύ συγγενή επαγγέλματα
4. ναυτ. «θαλάσσιες γραμμές» — οι θαλάσσιες οδοί, οι κατευθύνσεις τις οποίες ακολουθούν επιβατικά και φορτηγά σκάφη εκτελώντας προγραμματισμένους πλόες
5. «θαλάσσιο σκι» — άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής ρυμουλκείται από βενζινάκατο και επιπλέει με τη βοήθεια ειδικών πέδιλων που φορά
αρχ.
1. ο έμπειρος στη θάλασσα, ναυτικός («οὖτος γάρ ὁ πόλεμος συστάς ἔσωσε τότε τήν Ἑλλάδα, άναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι’ Αθηναίους», Ηρόδ.)
2. αυτός που μοιάζει με θαλασσινό νερόθαλάσσιος τῇ χρόᾳ», Πλούτ.)
3. ο αναμεμιγμένος με θαλασσινό νερό
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ θαλάσσιαι
επωνυμία ιερειών στην Κύζικο.