νομεύω

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομεύω Medium diacritics: νομεύω Low diacritics: νομεύω Capitals: ΝΟΜΕΥΩ
Transliteration A: nomeúō Transliteration B: nomeuō Transliteration C: nomeyo Beta Code: nomeu/w

English (LSJ)

   A put to graze, drive afield, in Act., of the shepherd, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Od.9.336; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα ib.217; ἀγέλην ν. Pl.Plt.265d:—Pass., metaph., of ἀνθρώπων ἀγέλαι, ib.295e.    2 βουσὶ νομοὺς ν. eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, h.Merc.492.    3 abs., to be a shepherd, tend flocks, Theoc.20.35.    II later, = νωμάω, direct, manage, Nonn.D.7.110.

Greek (Liddell-Scott)

νομεύω: (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, βόσκω, ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ οὕτως, ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, αὐτόθι 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι ποιμήν, νέμω ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = νωμάω, διευθύνω, κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.

French (Bailly abrégé)

mettre en pâture.
Étymologie: νομή.

English (Autenrieth)

ipf. ἐνόμευε: pasture, μῆλα. (Od.)

English (Slater)

νομεύω
   1 put to graze νόμευε δ fr. 15 Schr. = fr. 6a d. Snell.

Greek Monolingual

νομεύω (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) νομεύς
διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.)
μσν.
1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε κάποιον το δικαίωμα κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου
3. οικειοποιούμαι κάτι
4. ενεργώ, διαπράττω
5. (ενεργ. και μέσ.) α) έχω κάτι στην κυριότητά μου
β) (για δικαστική αρχή) κάνω κατάσχεση
6. μέσ. νομεύομαι
(για ζώα) βόσκω
αρχ.
1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνιο στη βοσκή
2. είμαι βοσκός, βόσκω κοπάδι
3. (σχετικά με όχημα) οδηγώ, διευθύνω
4. φρ. «νομοὺς νομεύω» — παρασκευάζω ή βρίσκω βοσκοτόπια.