ὑποτάσσω

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτάσσω Medium diacritics: ὑποτάσσω Low diacritics: υποτάσσω Capitals: ΥΠΟΤΑΣΣΩ
Transliteration A: hypotássō Transliteration B: hypotassō Transliteration C: ypotasso Beta Code: u(pota/ssw

English (LSJ)

Att. ὑποτάττω, Pass., fut.

   A ὑποτᾰγήσομαι Cyran.15: aor. 2 ὑπετάγην [ᾰ] Phryn.Com. (v. infr.), etc.:—place or arrange under, assign, τινί τι Plb.3.36.7, Plu.Nic.23, etc.; ὑ. ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα Plb.18.15.4:—Pass., τὸ ὑποτεταγμένον (sc. ὀστέον) the inferior bone, i. e. the ulna, Hp.Off.16.    II post in the shelter of, ὑποτάσσεσθαι τινι Luc.Par.49; draw up behind, Ael.Tact.15.1 (Pass.), Arr. Tact.26.7.    2 subject, ἑαυτοὺς οὐδενί Phld.Rh.2.204 S., cf. Plu.Pomp.64; subdue, make subject, Θηβαΐδα OGI654.7 (Egypt, i B. C.), cf. 199.10, al. (Adule, i A. D.); ἔθνη Hdn.7.2.9; αὐτῷ τὰ πάντα Ep.Phil.3.21; πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ep.Eph.1.22:—Pass., to be obedient, τινι Ep.Col. 3.18, al.; ὑποτάγητε τῷ θεῷ Ep.Jac.4.7, cf. Arr.Epict.3.24.65; ἄγρια θηρία ὑποταγήσεται αὐτῷ Cyran.15; ὑποτάξονται they will submit, Hdn.2.2.8; τὸ πλῆθος -όμενον Onos. 1.17, cf. Palaeph.38: abs., κοὐχ ὑποτᾰγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας dejectedly, timidly, Phryn.Com.59 (s. v. l.); οἱ ὑποταττόμενοι subjects, Plb.3.13.8, etc.; ὑποτεταγμένοι subordinates, Phld.Oec. p.72 J.; ἐδούλευσας, ὑπετάγης Arr.Epict.4.4.33; ὑποτεταγμέναι ἀρεταί subordinate virtues, i. e. the sub-divisions of the four cardinal (πρῶται) virtues, Stoic.3.64.    3 Pass., c. dat., underlie, to be implied in or associated with, τὰ -τεταγμένα τοῖς φθόγγοις Epicur.Ep. 1p.4U., cf. Nat.28p.13V.; τὰ -τεταγμένα, ἡ -τεταγμένη διάνοια, of the content or meaning which underlies a writer's words, Phld.Po.5.26,27.    III put after, Plu.2.737f; subjoin, append, ὑποτετάχαμέν σοι . . τὸ ἀντίγραφον SIG664.11 (Delos, ii B. C.), cf. POxy.34v iv 7 (ii A. D.):—Pass., τὰ -τεταγμένα what follows, OGI629.6 (Palmyra, ii A. D.); οἱ -τεταγμένοι [ἀριθμοί] the numbers that follow, Plu.2.1020a, etc.; οἱ ὑποτεταγμένοι the following persons, SIG880.11 (Pizus, iii A. D.); κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι the following villages, Ptol. Geog.6.7.27.    2 take as a minor premiss, Arr.Epict.4.1.61.    IV govern the subjunctive, EM471.16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω. Τοποθετῶ ἢ τακτοποιῶ ὑποκάτω, τινί τι Πολύβ. 3. 36, 7, Πλουτ. Νικ. 23, κλπ.· ὑπ. εἰς..., Λατ. referre in numerum, Πολύβ. 17. 15, 4. ΙΙ. τάσσω ὑποκάτωὀπίσω, ὑποτάσσεσθαί τινι Λουκ. Παράσ. 49· ὑποτεταγμένος τινί, ὑποκείμενος αὐτῷ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 392. 2) ὑποτάσσω, ὑποβάλλω, ἑαυτόν τινι Πλουτ. Πομπ. 64· καθυποτάσσω, φέρω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ἔθνη Ἡρῳδιαν. 7. 2, ἐν τέλει· ἑαυτῷ τὰ πάντα Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. γ΄ 21· πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 22. - Μέσ., κάμνω τινὰ ὑπόδουλον εἰς ἐμαυτόν, Ἡρῳδιαν. 2. 2 - Παθ. ὑποτάσσομαι, τινι, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. γ΄, 18. κ. ἀλλ.· - ἀπολ., κοὐχ ὑποταγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας, δειλῶς, ἀθύμως, Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3· οἱ ὑποτεταγμένοι, οἱ ὑπήκοοι, Πολύβ. 3. 13, 8, κλπ.· ἐδούλευσας, ὑπετάγης Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 5. 4, 33. ΙΙΙ. τάσσω κατόπιν, θέτω μετὰ ταῦτα, Πλούτ. 2. 737F· λαμβάνω ὡς ἐλάσσονα πρότασιν, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 1, 61. - Παθ., ἕπομαι, ἀκολουθῶ, Πλούτ. 2. 1020Α, κλπ.· κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι, αἱ ἑπόμεναι..., Πτολ. IV. συντάσσομαι ὑποτακτικῇ, «ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει» Ἐτυμ. Μέγ. 471, 16. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 311.

French (Bailly abrégé)

ranger sous :
1 subordonner, soumettre : ἑαυτόν τινι se soumettre à qqn;
2 ranger derrière ; Pass. se ranger derrière, venir à la suite de, s’abriter derrière, τινι ;
3 t. de gramm. subordonner ; intr. gouverner le subjonctif.
Étymologie: ὑπό, τάσσω.

English (Strong)

from ὑπό and τάσσω; to subordinate; reflexively, to obey: be under obedience (obedient), put under, subdue unto, (be, make) subject (to, unto), be (put) in subjection (to, under), submit self unto.

English (Thayer)

1st aorist ὑπεταξα; passive, perfect ὑποτεταγμαι; 2nd aorist ὑπεταγην; 2future ὑποταγήσομαι; present middle ὑποτάσσομαι; to arrange under, to subordinate; to subject, put in subjection: τίνι τί or τινα, διά B. II:1b.): τινα or τί ὑπό τούς πόδας τίνος, ὑποκάτω τῶν ποδῶν τίνος, to subject oneself, to obey; to submit to one's control; to yield to one's admonition or advice: absolutely, Buttmann, § 151,30); τινα, G T WH text omit; Tr marginal reading brackets ὑποτάσσεσθε); to obey (R. V. subject oneself, Buttmann, 52 (46)), obey, be subject: Sept.; (Aristotle), Polybius, Plutarch, Arrian, Herodian)