ἀνταποκρίνομαι

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποκρίνομαι Medium diacritics: ἀνταποκρίνομαι Low diacritics: ανταποκρίνομαι Capitals: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: antapokrínomai Transliteration B: antapokrinomai Transliteration C: antapokrinomai Beta Code: a)ntapokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ], Med.,

   A answer again, LXXJb.16.8, Ev.Luc.14.6; argue against, τινί Ep.Rom.9.20.    II correspond to, Nicom.Ar.1.8.10, 11.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen antworten, N. T.; sich entsprechen, ἀλλήλοις Nic. arithm. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποκρίνομαι: [ῑ], μέσ., ἀντιλέγω, καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα Εὐαγγ. Λουκ. ιδ΄, 6˙ σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ θεῷ; Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 20. ΙΙ. ἀντιστοιχῶ πρός, ἀλλήλαις Νικομ. Ἀρ. 77Α.

French (Bailly abrégé)

1 répondre, répliquer;
2 t. d’arithm. correspondre à ou avec.
Étymologie: ἀντί, ἀποκρίνομαι.

Spanish (DGE)

1 en gener. responder abs. κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη LXX Ib.16.8, en v. pas. ἀνταπορούμενοι ... ὑπὸ σοῦ ... ἀνταποκρίνονται Epiph.Const.Haer.64.67 (p.509.26)
c. dat. πάλιν ἀνταπεκρίνατο αὐτοῖς Iust.Phil.Apol.17.2, ἀνταποκρινομένου τοῦ Πνεύματος αὐτοῖς Meth.Symp.10.3 (p.125.20)
c. πρός c. ac. καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Eu.Luc.14.6, σοφαὶ ἀρχουσῶν αὐτῆς ἀνταπεκρίναντο πρὸς αὐτήν LXX Id.5.29
c. ὅτι: ἡ δὲ Ἐκκλησία ἀνταπεκρίνατο ὅτι Leont.Byz.M.86.1233A, κἀκείνου πάλιν ἀνταποκρινομένου ὅτι Epiph.Const.Haer.30.21 (p.361.27), cf. A.Barth.2
plantar cara c. dat. τῷ Θεῷ Ep.Rom.9.20.
2 c. refl. corresponderse c. dat. αὐτὴ ... ἑαυτῇ ἀνταποκρινεῖται Nicom.Ar.1.8.11, αἵτινες ἀνταποκρινοῦνται ἀλλήλαις Nicom.Ar.1.8.10.

English (Strong)

from ἀντί and ἀποκρίνομαι; to contradict or dispute: answer again, reply against.

English (Thayer)

1st aorist passive ἀνταπεκριθην (see ἀποκρίνω, ii.); to contradict in reply, to answer by contradicting, reply against: τίνι πρός τί, Sept. Alex.); Aesop fab. 172edition de Furia (p. 353, Coray edition)). Hence, equivalent to to altercate, dispute: with the dative of person to correspond to each other or be parallel, in Nicomachus Gerasenus, arithm. 1,8, 11, p. 77a. (p. 17, Hoche edition).) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 17.

Greek Monolingual

ἀνταποκρίνομαι)
βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι·
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» — εκτελώ τα καθήκοντά μου
2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» — τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά του
αρχ.
1. απαντώ
2. αντιλέγω, διαφωνώ.