χωλός

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλός Medium diacritics: χωλός Low diacritics: χωλός Capitals: ΧΩΛΟΣ
Transliteration A: chōlós Transliteration B: chōlos Transliteration C: cholos Beta Code: xwlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A lame in the feet, halting, limping, c. acc., χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il.2.217, cf. 9.503, Od.8.308, Hdt.5.92.β, S.Ph.486, 1032; χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Hdt.4.161; χ. τὼ σκέλει Ar.Th.24; also c. dat., σκέλει χωλός Plu.2.739b; χωλὸς ἀμφοτέροις Luc.Tim.20: later also of the hand, like κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Eup.343; χεῖρα χωλὴν ἕξειν Hp.Prorrh.2.1, cf. Pl.Lg.794e: of animals, X.Eq.1.5, etc.    II metaph., defective, φύσις Pl.Phd.71e; one-sided, Id.R.535d; βασιλεία Orac. ap. X.HG3.3.3.    2 of metre, esp. of the χωλίαμβος (q. v.), halting, μέτρον Heph.5.4, Demetr.Eloc.301; also of a trochaic metre, Aristid.Quint.1.25.    3 ἀείδειν χωλά, of a 'lame tale', Herod.1.71.

German (Pape)

[Seite 1386] (χα'Ω, χαλάω, eigtl. durch Erschlaffung der Muskeln u. Sehnen od. durch Verrenkung eines Gliedes gelähmt), lahm, hinkend; χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il. 2, 217; 9, 503. 18, 397 Od. 8, 308; Soph. Phil. 484. 1021; Eur. Cycl. 633; Plut. und sonst; später auch von der Lähmung der Hand, χωλὸς τὴν χεῖρα Eupol. bei Schol. Ar. Av. 1379, Suid. u. Poll. 4, 188. – Uebrtr., lahm, stumpf an Geist, unvollkommen, ἀνδρεία Plat. Legg. I, 634 a, vgl. Rep. VII, 536 a.

Greek (Liddell-Scott)

χωλός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κουτσὸς», χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα Ἰλ. Β. 217, πρβλ. Ι. 503, Ὀδ. Θ. 308, Ἡρόδ. 5. 92, 2, Σοφ. Φιλοκτ. 486, 1032· χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Ἡρόδ. 161· χ. τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 24· ὡσαύτως μετὰ δοτ., χωλὸς σκέλει Πλούτ. 2. 739Β· χωλὸς ἀμφοτέροις Λουκ. Τίμ. 20· ― ἀκολούθως καὶ ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς τὸ κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 61· χωλὴν τὴν χεῖρα ἔχειν Ἱππ. Προρρ. 83C, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 794Ε· ― ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Ἱππ. 1, 5. κλπ. ΙΙ. μεταφορ., ἀνάπηρος, ἀτελής, ἐλλιπής, Λατ. mancus, φύσις Πλάτ. Φαίδων 71Ε, Πολ. 535D, κ. ἀλλ.· βασιλεία ἐν Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3· χωλαίνων, ἀνώμαλος, μέτρον Δημ. Φαληρ. 301, ἐν λ. χωλίαμβος. ― Ἐπίρρ. -λῶς, χωλῶς ἐπιβαίνοντα σοφίας Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 563D. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσκρ. hval (utubare, vacillare), Ἀγγλ. halt, halling, Λατ. clodus, claudus, Polt Et. Forsch 1, σ. 265.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 boiteux;
2 fig. mal équilibré, instable, chancelant.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

lame, halt.

English (Strong)

apparently a primary word; "halt", i.e. limping: cripple, halt, lame.

English (Thayer)

χωλη, χωλόν, from Homer down, the Sept. for פִּסֵּחַ, lame: τό χωλόν, ἐκτρέπω, 1). deprived of afoot, maimed (A. V. halt): Mark 9:45.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός
2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια
3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλός
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει παράλυτο χέρι, κουλός («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)
2. (μετρ.) (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην έκτη θέση.
επίρρ...
χωλῶς Μ
ελλιπώς, ελαττωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το επίθημα -λός τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. στρεβ-λός, τραυ-λός, τυφ-λός). Η σύνδεση της λ. με το ρ. χαλῶ παραμένει ανεπιβεβαίωτη].