καθεύδω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

so also in Ion., Hdt.2.95 codd.: impf. καθεῦδον (καθηῦδον) Il.1.611, Ar.Av.495, Pl.Smp.217d, al.;

   A ἐκάθευδον Lys.1.13,23, X.Oec.7.11: fut. καθευδήσω Ar.Ec.419, X.Cyr.6.2.30, etc.: aor. ἐκαθεύδησα (not in Att.), Luc.Asin.6; inf. καθευδῆσαι Hp Int.12:— lie down to sleep, sleep, Il.1.611, Od.3.402, etc.; opp. ἀγρυπνέω, ἐγρήγορα, Thgn.471, Pl.Phd.71c, etc.; καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Bion 1.71; κ. μάτην A.Ch.881; νυκτὸς κ. to sleep by night, Pl.Phdr. 251e; κ. τὰς νύκτας to sleep all one's nights, Bato 4; μαλακῶς, σκληρῶς κ., Antiph.187.6, Timocl.16.2; of male and female, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Od.8.313; κ. μετά τινος Pl.Smp.219d: generally, pass the night, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ κ. And.1.45; κ. ἐπὶ ξύλου roost, of a fowl, Ar.Nu.1431; ἐκ τοῦ καθεύδοντος from a sleeping state, Pl.Phd.72b.    II metaph., lie asleep, lie idle, Χερί A. Ag.1357, cf. X.HG5.1.20, An.1.3.11, D.19.303; κ. τὸν βίον to be asleep all one's life, sleep away one's life, Pl.R.404a; opp. ἐνεργεῖν, Arist.EN1157b8; opp. προσέχειν τοῖς πράγμασι, Plu.Pomp.15.    2 of things, lie still, be at rest, ἐλπίδες οὔπω κ. E.Ph.634; καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Pl.Lg.778d: τοὺς νόμους ἐᾶν κ. Plu.Ages. 30.    3 of the sleep of death, καθεύδοντες ἐν τάφῳ LXXPs.87(88).6, cf. Da.12.2, 1 Ep.Thess.5.10.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. εὕδω), ion. κατεύδω, impf. καθεῦδον, Hom., att. καθηῦδον, z. B. Plat. Conv. 219 d, auch καθεῦδον, Ar. Av. 495, u. ἐκάθευδον, Xen. Oec. 7, 11, – sch lasen, Od. 6, 1; ἐν φιλότητι 8, 213 u. öfter; Aesch. Ch. 868; σὺ οὖν κάθευδε Ar. Nub. 39; Her. 2, 95; ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις Plat. Prot. 310 b; μετά τινος Conv. 219 d; ὅτι οἱ τριήραρχοι οἴκοι καθευδήσοιεν Xen. Hell. 5, 1, 20; D. Cass. 34, 4. – Uebertr., οὐ καθεύδουσιν χερί Aesch. Ag. 1330, sie zaudern, säumen nicht; ἐλπίδες δ' οὔπω καθεύδουσιν Eur. Phoen. 637; Ggstz von προσέχειν τοῖς πράγμασιν Plut. Pomp. 15; neben ἀμελεῖν Xen. An. 1, 3, 11. – Auch καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη, sie nicht wieder aufrichten, Plat. Leg. VI, 778 d, wie τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. PlPlut. Ages. 2. – Adi. verb., οὐ καθευδητέον. ἐν τῇ μεσημβρίᾳ Plat. Phaedr. 250, d.

Greek (Liddell-Scott)

καθεύδω: (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται κατεύδω): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγρυπνέωἐγρήγορα, Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω Αἰσχύλ. Χο. 881· οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - καθόλου, διέρχομαι τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ ἀργός, οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, ἡσυχάζω, ἐλπίδες οὔπω καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = Κατὰ τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ ἐναντίον πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, ἔνθα σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.

French (Bailly abrégé)

impf. att. καθηῦδον ou ἐκάθευδον, f. καθευδήσω;
se coucher ou être couché pour dormir ; dormir ; fig. être endormi, dormir en parl. d’espérances, etc. ; τοὺς νόμους ἐᾶν καθεύδειν PLUT laisser dormir les lois.
Étymologie: κατά, εὕδω.

English (Autenrieth)

imp. καθεῦδε: lie down to sleep, sleep. (Od. and Il. 1.611.)

English (Strong)

from κατά and heudo (to sleep); to lie down to rest, i.e. (by implication) to fall asleep (literally or figuratively): (be a-)sleep.

English (Thayer)

imperfect 3rd person plural ἐκάθευδον; from Homer down; the Sept. mostly for שָׁכַב;
1. to fall asleep, to drop off to sleep: to sleep;
a. properly: B. D. American edition, p. 1198{a}); to be dead: to yield to sloth and sin, and be indifferent to one's salvation: 1 Thessalonians 5:6.

Greek Monolingual

καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α)
1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαιοὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ' ἡμέραν», Πλάτ.)
2. μένω άπρακτος
3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.)
4. περνώ τη νύχτα
5. (για νεκρούς) κοιμάμαι τον ύπνο του θανάτου («καθεύδοντες ἐν τάφῳ», ΠΔ)
6. (για πράγματα) παραμένω αργός, σε ησυχία, ησυχάζω, παύω να χρησιμοποιούμαι («ἐλπίδες δ' οὔπω καθεύδουσ'«, Ευρ.)
7. φρ. «ἐκ τοῡ καθεύδοντος» — από την κατάσταση του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὕδω «κοιμάμαι»].