καταμαρτυρέω

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαρτῠρέω Medium diacritics: καταμαρτυρέω Low diacritics: καταμαρτυρέω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: katamartyréō Transliteration B: katamartyreō Transliteration C: katamartyreo Beta Code: katamarture/w

English (LSJ)

   A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90.    2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55.    II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13.    III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.

German (Pape)

[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.

English (Strong)

from κατά and μαρτυρέω; to testify against: witness against.

English (Thayer)

καταμαρτύρω; to bear witness against: τί τίνος, testify a thing against one (Buttmann, 165 (144), cf. 178 (154)), R G in Job 15:6; among Greek writings especially by the Attic orators.)