νότος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ,

   A south wind (opp. Βορέας, Arist.Mete.363b15, cf. Od.5.331), εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10 ; ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25 (but ὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.Pr. 942a29) ; ἐτέγχθη κρᾶτ' . . πληγῇσι νότου S.Ph.1457 (anap.) ; χειμερίῳ νότῳ Id.Ant.335 (lyr.) ; ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.HA597b11 ; ὑδατωδέστερος Id.Pr.943a5 ; ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης ib.942a34 ; καυματώδης Id.Mete.364b23 : in pl., Id.HA612b6.    2 N. personified as god of the South wind, Hes.Th.380, 870.    II south or south-west quarter, πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8 ; πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139 ; τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.Fr.24.6 ; τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6 ; βλέπειν πρὸς ν. IG22.1227.18 ; ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. ib.12.372.51 ; πρὸς νότου ἀνέμου ib.56 ; βασίλισσα νότου Ev.Matt.12.42 ; ἀπὸ νότου c. gen., to the south of, PTeb. 164.17 (ii B.C.), etc. ; later ἐκ νότου c. gen., PStrassb.29.8 (iii A.D.), etc. : gen. νότου to the south, PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 265] ὁ (να), der Südwind, nach Arist. Meteorl. 2, 6 (vgl. Od. 5, 331) dem βορέας grade entgegengesetzt; Hom., Pind. P. 4, 203 u. Folgde. Da er den Griechen Nebel, Il. 3, 10, Nässe und Regen brachte, Her. 2, 25 (vgl. Soph. Phil. 1443 ἐτέγχθη κρᾶτ' ἐνδόμυχον πληγαῖσι νότου; χειμέριος Ant. 335), nennt Aesch. Ag. 1364 den Regen Διὸς νότος. Der Wind selbst dat wohl den Namen von der Nässe. – Als Himmelsgegend, der Süden; Her. 6, 139; Thuc. 3, 6; ὁ τόπος οὗτος πρὸς νότον ἐτέτραπτο, Plat. Critia. 118 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νότος: ὁ, ὁ νότιος ἄνεμος, Λατ. Auster, (ἀντίθετ. τῷ Βορέας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 7, πρβλ. Ὀδ. Ε. 331), ἴσως ἐκτεινόμενος ἀπὸ ΝΝΑνατολ. μέχρι Δυσμῶν, πρβλ. Γλάστωνος Hom. Stud. 3. 272 κἑξ.· - ἔφερε δὲ ὁ ἄνεμος οὗτος ὁμίχλην, Ἰλ. Γ. 10· βροχήν, ν. καὶ ὁ λίψ, ἄνεμοι ὑετώτατοι, Ἡρόδ. 2. 25· ἐτέγχθη κρᾶτ’ ... πληγαῖσι νότου Σοφ. Φιλ. 1457· χειμερίῳ νότῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 335· καλεῖται ὑγρὸς καὶ βαρύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 10· ὑδατώδης ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 27, 1· (ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1391, ἀντὶ διος (οὕτω) νότῳ γᾶν εἰ ὁ Πόρσ. διώρθωσε διοσδότῳ γάνει)· - ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 16. Ὅτι ὑπῆρχεν ἐξ ἀρχῆς ἔννοιά τις ὑγρασίας ἐν τῇ λέξει εἶναι φανερὸν ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων καὶ ἐκ τῶν παραγώγων λέξεων νότιος, νοτία, νοτίς, νοτίζω· ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ἐκαθάριζε τὸν οὐρανόν, ἴδε ἀργέστης, λευκόνοτος, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 19. 2) ὁ Νότος προσωποποιεῖται ὡς θεός τοῦ νοτίου ἀνέμου καὶ ἦν υἱὸς τοῦ Ἀστραίου καὶ τῆς Ἠοῦς, Ἡσ. Θεογ. 380, 870. ΙΙ. τὸ νὸτιον ἢ νοτιοδυτικὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος, πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου Ἡρόδ. 2. 8· πρὸς νότον κέεται τῆς Λήμνου ὁ αὐτ. 6. 139· τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς νότον Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Θουκ. 3. 6· βλέπειν πρὸς νότον Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 18· ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. αὐτόθι 160. 56. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὰς ῥίζας τοῦ νέω, νεύσομαι, νήχομαι, ἢ νάω, ῥέω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 vent du sud, càd de la pluie;
2 région du sud.
Étymologie: DELG cf. lat. natare, arm. nay « humide, liquide ».

English (Strong)

of uncertain affinity; the south(-west) wind; by extension, the southern quarter itself: south (wind).

English (Thayer)

νότου, ὁ, the south wind;
a. properly: the South (cf. βορρᾶς): Homer down; the Sept. chiefly for נֶגֶב, the southern quarter, the South; and for דָּרוּם, the southern (both) wind and quarter; תֵּימָן, the same; קָדִים, the eastern (both) quarter and wind.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νότος)
1. ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, που βρίσκεται προς τη διεύθυνση του νότιου πόλου, διαμετρικά αντίθετο του βορρά, κατά το οποίο τέμνεται ο ορίζοντας από τον μεσημβρινό του τόπου, η μεσημβρία («φέρον ἀπ' ἄρκτον πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου», Ηρόδ.)
2. άνεμος ο οποίος πνέει από το παραπάνω σημείο του ορίζοντα, ο νοτιάς, η όστρια
3. ως κύριο όν. ο Νότος
θεότητα, προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που, όπως πιστευόταν, ήταν γιος του Αστραίου και της Ηούς («Βορέην τ' αἰψηροκέλευθον καὶ Νότον», Ησίοδ.)
νεοελλ.
ως κύριο όν.
1. οι νότιες πολιτείες τών σημερινών ΗΠΑ ως χωριστή κρατική υπόσταση κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, σε αντιδιαστολή προς τον Βορρά, τις βόρειες πολιτείες
2. χαρακτηρισμός τών λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, κυρίως της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή προς τις πιο ανεπτυγμένες, τον Βορρά·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα (s)nәt- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεσή της με λατ. nato «κολυμπώ», αρμ. nay «υγρός», με τα ρήματα νήχω, νέω (Ι) «κολυμπώ» και τη λ. νῆσος προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες.
ΠΑΡ. νοτερός, νοτίζω, νοτινός, νότιος
αρχ.
νοτίς, νοτόθεν, νοτόνδε, νοτώ, νοτώδης
αρχ.-μσν.
νοτιαίος
μσν.
νοτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νοταπηλιώτης, νοτολιβικός. (Β' συνθετικό) αρχ. άνοτος, ευρόνοτος, λευκόνοτος, λιβόνοτος, ορθρόνοτος].