ἰσόρροπος

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόρροπος Medium diacritics: ἰσόρροπος Low diacritics: ισόρροπος Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: isórropos Transliteration B: isorropos Transliteration C: isorropos Beta Code: i)so/rropos

English (LSJ)

ον, (ῥοπή)

   A in equipoise, of the balance, Pl.Phd.109a, Plt.270a (Sup.), etc.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers.346; ἰσορρόπου τοῦ πήχεως (sc. τοῦ ζυγοῦ) γινομένου IG22.1013.34.    2 generally, well-balanced, well-matched, ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ of a man with his legs of the same length, Hp.Fract.19; of a nose, flattened, but not awry, Id.Art.37; of a bone, cylindrical, ib. 34; δέρμα ἰ., opp. περιρρεπής, ib.50; ἰ. ἀγών evenly balanced, E.Supp. 706; μάχη Th.1.105; δυνάμεις Pl.Ti.52e; βίος Id.Lg.733c; τιμή Arist.EN1164b4: c. dat., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο would become a match for their own, Hdt.5.91; ἰ. Ῥωμαίοις Hdn.6.7.8; ἰ. καταστῆναί τινι IPE12.40.18(Olbia, ii A.D.); ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων in precise equipoise with . ., Th.2.42; ἰ. πρός τι Hdn.6.3.2.    3 of equal weight, χρυσίον Inscr.Délos313a.45 (iii B.C., -ορο-).    II Adv. -όπως, ἀφιέναι Hp.Art.43; πορεύεσθαι Pl.Phdr.247b; ἀγωνίσασθαι D.C.41.61: neut. pl. ἰσόρροπα as Adv., Tim.Pers.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόρροπος: -ον, (ῥοπὴ) ἐξ ἴσου ῥέπων πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, ἰσορροπῶν, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, Πλάτ. Φαίδ. 109Α, Πολιτικ. 270Α, κτλ.· τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ἱστάντες τὸν πῆχυν τοῦ ζυγοῦ ἱσ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. 2) καθόλου, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, ἰσ. αὐτὸς ἑαυτῷ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος τὰ σκέλη τοῦ αὐτοῦ μήκους, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· ἐπὶ ῥινὸς πεπλατυσμένης ἢ πεπιεσμένης ἀλλ’ οὐχὶ στραβῆς, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 803· ἐπὶ ὀστοῦ, κυλινδρικός, αὐτόθι 800· δέρμα ἰσ., ἀντίθετον τῷ περιρρεπές, αὐτόθι 817· ἰσ. ἀγών, ἀναποφάσιστος, Εὐρ. Ἱκέτ. 706· μάχη Θουκ. 1. 105· δύναμις Πλάτ. Τίμ. 52Ε· βίος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 733C· τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7· - μετὰ δοτ., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἐὸν ἰσ. τῷ ἑωυτῶν, ὂν ἰσόπαλον πρὸς τὸ ἰδικόν των, Ἡρόδ. 5. 91· ἰσ. Ρωμαίοις Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἰσ. καταστῆναί τινι Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 18· ἰσόρ. ὁ λόγος τῶν ἔργων, ἐν ἀκριβεῖ ἰσορροπίᾳ πρὸς.., Θουκ. 2. 42· οὕτως, ἰσ. πρός τι Ἡρῳδιαν. 6. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἰσορρόπως ἀφιέναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· πορεύεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἀγωνίζεσθαι Δίων Κ. 41. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 propr. qui penche autant d’un côté que de l’autre, càd qui est en équilibre;
2 p. anal. égal en poids ; équivalent, égal : ἰσόρροπος μάχη THC combat indécis (où les chances se contrebalancent) ; avec le dat. : ἰσόρροπος τινι égal à qqn ; avec le gén. : ἰσόρροπος λόγος τῶν ἔργων THC langage d’accord avec les actes.
Étymologie: ἴσος, ῥέπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόρροπος, -ον)
1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία
2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις»)
μσν.
1. ισάξιος
2. ισοδύναμος
3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς χώρους
αρχ.
1. (για οστό) κυλινδρικός
2. (για αγώνα ή μάχη) αμφίρροπος
3. (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάποιον άλλο, ο ισοβαρής
4. ανάλογοςἰσόρροπος... ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη», Θουκ.).
επίρρ...
ισορρόπως και ισόρροπα (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρροπος (< ροπή με διπλασιασμό του αρκτικού -ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ιθύ-ροπος, ομοιό-ρροπος].

Greek Monotonic

ἰσόρροπος: -ον (ῥοπή), αυτός που βρίσκεται σε ισορροπία, ισοζυγία, λέγεται για τη ζυγαριά, σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για την τύχη, σε Αισχύλ.· επίσης, λέγεται για διαμάχη, σύγκρουση, σε Ευρ.· με δοτ., ισοδύναμος, ισόπαλος με..., σε Ηρόδ.· ομοίως, με γεν., ἰσόρροποςλόγος τῶν ἔργων, σε ακριβή ισορροπία προς..., σε Θουκ.