καθώς
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
Adv.
A = καθά, Hdt.9.82 codd., Arist.Pr.891b34, IG5(2).344.20 (Arc., iii B.C.), Wilcken Chr.11 A 53 (ii B. C.), IG22.1030.22 (i B. C.), al.; even as, Ev.Jo.15.12. 2 how, ὑπομιμνῄσκειν κ. . . Aristeas 263, cf. Act.Ap.15.12. II of Time, as, when, ib.7.17, LXX 2 Ma.1.31, Aristeas 310. (Condemned by Phryn.397, Moer.212.)
German (Pape)
[Seite 1290] unattisch für καθά, vgl. Lob. zu Phryn. p. 426; Arist. mund. 5 u. Sp.; öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
καθώς: Ἐπίρρ. = καθά, Ἡρόδ. 9. 82, κατὰ τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἡ λέξις φαίνεται τοῦ μεταγεν, Ἑλληνισμοῦ, ὡς Ἀριστ. Προβλ. 10. 10, π. Φυτ. 1. 1, 8, Καιν. Διαθ., κτλ.· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ἀπαντῶσα, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 426, Sturz Μακ. Διάλ. 75 κἑξ. 2) τίνι τρόπῳ, πῶς, Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς, ὅτε, καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας αὐτόθι ζ΄, 17, πρβλ. Β΄Μακκ. Λ΄, 31.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 selon que, comme;
2 quand, lorsque.
Étymologie: = καθ’ ὡς de κατά, ὡς.
English (Abbott-Smith)
καθώς, (i.e. καθ’ ὡς), Hellenistic for καθά, q.v., καθάπερ, καθό, καθότι (Mayser, 485; Eutherford, NPhr., 495; Bl., §78, 1),
according as, even as, just as, as: Lk 1:2 (v.s. καθά), 24:39, Jo 5:23, Ac 7:48, I Co 8:2, Ga 3:6, al.; seq. οὕτως, Lk 11:30, Jo 3:14, II Co 1:5, Col 3:13, I Jo 2:6, al.; seq. καί, Jo 15:9, I Co 15:49, I Jo 2:18, al.; οὕτως . . . κ., Lk 24:24; id. with ellipsis of οὕτως, Mt 21:6, Mk 16:7, Ro 1:13, al.; with other elliptical constructions, Jo 6:58 17:21, 22 Ac 15:8, I Th 2:13, I Ti 1:3, I Jo 3:2, 3 12; καθὼς γέγραπται (Deiss., BS, 249), Mt 26:24, Mk 9:13, Ro 1:17, al.; introducing subst. clause as object of verb (as in Heb.), Mt 21:6, Mk 11:6,Lk 5:14, al.; after verbs of speaking, Ac 15:14; of proportion and degree, Mk 4:33, I Co 12:11, 18 al.; of time (Ne 5:6, II Mac 1:31), Ac 7:17.
English (Strong)
from κατά and ὡς; just (or inasmuch) as, that: according to, (according, even) as, how, when.
English (Thayer)
(καθώσπερ) (Tr καθώς περ), just as, exactly as: T Tr WH (also WH marginal reading). (Himerius, Psellus, Tzetzes)
Greek Monolingual
(AM καθώς)
Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά 'πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «καθώς πρέπει» — ευπρεπής, ευυπόληπτος
β. «καθώς και» — όπως επίσης («τους πλήρωσε όλους, καθώς και εμένα»
Greek Monotonic
καθώς: επίρρ.,
I. = καθά, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
II. πώς, με ποιο τρόπο, σε Καινή Διαθήκη