φοῖνιξ

From LSJ
Revision as of 13:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοῖνιξ Medium diacritics: φοῖνιξ Low diacritics: φοίνιξ Capitals: ΦΟΙΝΙΞ
Transliteration A: phoînix Transliteration B: phoinix Transliteration C: foiniks Beta Code: foi=nic

English (LSJ)

ῑκος, ὁ, ἡ,

   A Phoenician, Φοῖνιξ ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς Od.14.288, cf. 13.272, 15.415; ὡς Φ. ἀνήρ, Σιδώνιος κάπηλος S.Fr.909.    2 fem., γυνή Φοίνισσα Od.15.417; Φοίνισσαι, name of plays by Euripides, Phrynichus, etc.; also Φ. ἐμπολά Pi.P.2.67; χθών, νᾶσος, etc., E.Ph.6,204 (lyr.), etc.; Φ. βοά ib.301 (lyr.); κώπη Id.Hel.1272; Φ. ἄμπεχος PCair.Zen.33.14 (iii B. C.).    II Carthaginian, ἀλαλατός Pi.P.1.72; also fem., Φοίνισσαι νῆες Th.1.116, D.S.13.80.    B φοῖνιξ, ῑκος, ὁ, purple or crimson, because the discovery and earliest use of this colour was ascribed to the Phoenicians, Il. 4.141, 6.219, Od.23.201, etc.:—hence,    2 as Adj. (fem. φοίνισσα Pi. (v. infr.); φοῖνιξ as fem., E.Tr.815), blood-bay, of a horse, Il. 23.454; of red cattle, φοίνισσα ἀγέλα Pi.P.4.205, cf. Theoc.25.128: of the colour of fire, φοίνισσα φλόξ Pi.P.1.24; πυρὸς φ. πνοά E.l.c.; also φ. ἱμάντες Simon.17; πέπλοι E.Hel.181 (lyr.), etc.    II date-palm, Phoenix dactylifera, Od.6.163, h.Ap.117, Pi.Fr.75 14 (dub.), E. Hec.458 (lyr.), D.S.2.53; τόξα ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα Hdt.7.69, etc.: the male and female distd. by Hdt. as [ὁ φ.] ἔρσην and [ἡ φ.] βαλανηφόρος, 1.193 (but the latter is masc., ibid. and in 4.172, 182); φοινίκων . . τῶν καρπίμων οἱ μὲν ἄρρενες αἱ δὲ θήλειαι Thphr.HP2.6.6, but αἱ ἀπὸ τῶν ἀρρένων πρὸς τοὺς θήλεις [βοήθειαι] ib.2.8.4.    2 palm-frond, as a badge of victory, Arist MM1196a36, Plu.2.723b, etc.; τὸν φ. τινὶ ἀποδοῦναι Chrysipp.Stoic.3.175.    3 date, Hellanic.56J., Epich. 18, Antiph.65, Ephipp.24; more correctly, τοῦφοίνικος ὁ καρπός Hdt.1.193; καρπὸς φοίνικος Hermipp.63.22 (hex.); cf. φοινικοβάλανος.    III ὁ χαμαιρριφής dwarf-palm, Chamaerops humilis, Thphr.HP2.6.11.    2 a Bactrian tree, Mazri palm, Nannorhops ritchieana, ib.4.4.8.    3 a sea-plant, Callophyllis laciniata, ib.4.6.2, 10.    4 rye-grass, Lolium perenne, Dsc.4.43.    IV a musical instrument, like a guitar, invented by the Phoenicians, Hdt.4.192, Ephor.4 J., Phillis 2 (pl.), Scamon 3; but so called because made from the Delian palm, acc. to Semus 1.    V the fabulous bird phoenix, Hes.Fr.171.4, Antiph.175; from Arabia acc. to Hdt.2.73; but from India, Philostr. VA3.49: prov., φοίνικος ἔτη βιοῦν Luc.Herm.53.    VI an ornament, LXX Ez.41.25.    VII perfume prepared from the fronds of the date-palm, Thphr.Od.28.    VIII a fish, Ael.NA12.24.    IX a bandage, Heliod. ap. Orib.49.11.2.    X = εὐρύνοτος, Agathem.2.7.    XI φ. ἐν ὁπλῇ, a disease of the hoof, Hippiatr.10.    XII an eye-salve, Aët.7.116. [In all senses of the word ῑ in gen., but nom. φοῖνιξ, not φοίνιξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Thd.1.292.]

French (Bailly abrégé)

1ικος, fém. φοίνισσα, ίσσης;
mieux que φοίνιξ;
d’un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: DELG φοινός.
Par. κόκκινος, ὕσγινον.
2ικος (ὁ) :
palmier, plante ; ὁ φοῖνιξ palmier mâle ou palmier femelle ; ἡ φοῖνιξ palmier femelle ; fruit du palmier, datte : οἶνος φοινίκων XÉN vin de dattes.
Étymologie: DELG Φοῖνιξ.
3ικος (ὁ) :
instrument de musique inventé par les Phéniciens.
Étymologie: DELG Φοῖνιξ.
4ικος (ὁ) :
phénix, oiseau fabuleux d’Égypte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
5ικος (ὁ) :
pourpre, teinture de pourpre.
Étymologie: DELG φοῖνιξ¹.
Par. κόκκινος, ὕσγινον.

English (Autenrieth)

ῖκος: I. subst., (1) purple, the invention of which was ascribed to the Phoenicians.—(2) date-palm, Od. 6.163†.—II. adj., purple, red.

Spanish

palmera, dátil, ave fénix

English (Strong)

of uncertain derivation; a palm-tree: palm (tree).

English (Thayer)

(or, as some prefer to write it, φοῖνιξ; cf. Winer's Grammar, § 6,1c.; (and references under the word κῆρυξ)), κηρικος, ὁ; I. as an appellative, a palm-tree (from Homer down; the Sept. for תָּמָר): τά βαΐα τῶν φοιν. (see βάϊον), the branches of the palmtrees, φοίνικες itself (A. V. palms) is put for the branches in Aristotle, magn. mor. § 34, p. 1196{a}, 36)). II. a proper name, Phoenix, a city and haven of Crete (B. D. (especially Amos edition) under the word Phenice): Acts 27:12.

Greek Monotonic

φοῖνιξ: -ικος, ὁ, προσηγ.,
I. 1. ερυθρό κόκκινο, ερυθρό ή πορφυρό, επειδή η ανακάλυψη και η παλαιότατη χρήση αυτού του χρώματος αποδίδεται στους Φοίνικες, σε Όμηρ.
2. ως επίθ. , (επίσης φοίνισσα ως θηλ. σε Πίνδ.), κόκκινος, βαθύς κόκκινος, λέγεται για το κοκκινόχρωμο άλογο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα κοκκινόχρωμα βοοειδή, σε Πίνδ.· χρησιμοποιείται για τη φωτιά, στον ίδ., Ευρ.· φοῖνιξ κα όλα τα προερχόμενα από αυτό, δηλώνουν όλα βαθύ κόκκινο χρώμα, από το ερυθρό έως το πορφυρό, ενώ οι λαμπρότερες αποχρώσεις δηλώνονται από πορφύρεος, ἁλουργής, κόκκινος.
II. το δέντρο φοίνικας, η χουρμαδιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
III. το μυθικό πτηνό φοίνιξ, το οποίο ερχόταν από την Αραβία στην Αίγυπτο κάθε 500 χρόνια, σε Ηρόδ.· παροιμ., φοίνικος ἔτη βιοῦν, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φοῖνιξ: ῑκος ὁ феникс (финикийский струнный инструмент) Her.