θεώρημα

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεώρημα Medium diacritics: θεώρημα Low diacritics: θεώρημα Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑ
Transliteration A: theṓrēma Transliteration B: theōrēma Transliteration C: theorima Beta Code: qew/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sight, spectacle, λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68; θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15; θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30: generally, festival, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Pl.Lg.953a.    2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν . . εἶναι θ. Arist.Mem.450b25; vision, Id.Div.Somn.463b19; intuition, θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.).    II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph.1083b18, Top.104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8.    b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12; αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106.    c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19.    2 subject of investigation, Plb.1.2.1, D.H.Comp. 2.    b investigation, Plu.2.1131c.

German (Pape)

[Seite 1205] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, θεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεώρημα: τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ θέαμα, Δημ. 247, 22˙ θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - καθόλου, ἑόρτασμα, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν... εἶναι θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρία, σκέψις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, κανών, Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, θεώρημα, πρότασις ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = θεώρησις, Πλούτ. 2. 1131C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 spectacle, fête ; fig. objet d’étude ou de méditation ; règle, principe ; p. anal. précepte de morale;
2 contemplation, méditation, recherche.
Étymologie: θεωρέω.

Spanish

figura

Greek Monolingual

το (ΑΜ θεώρημα) θεωρώ
(στα μαθηματικά ή άλλες επιστήμες)
πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι εμφανής αλλά χρειάζεται και να αποδειχθεί
μσν.
αφήγηση
μσν.-αρχ.
1. όραμα το οποίο βλέπει κάποιος μετά από περισυλλογή ή με την ενόραση
2. δογματική άποψη, σύλληψη θρησκευτικών αληθειών με την περισυλλογή και την προσευχή
3. τμήμα, μέρος του λόγου
αρχ.
1. θέαμα
2. εορτασμός
3. εκείνο το οποίο είναι δυνατό να παρατηρήσει κάποιος
4. θεωρία
5. πρόταση που έχει διατυπωθεί και αιτιολογηθεί ύστερα από έρευνα
6. έρευνα, εξέταση
7. πληθ. τὰ θεωρήματα
οι τέχνες και οι επιστήμες.

Greek Monotonic

θεώρημα: -ατος, τό,
1. αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το θέαμα, σε Δημ., κ.λπ.
2. αρχή που παράγεται ύστερα από σκέψη, κανόνας, Λατ. praeceptum· στα Μαθηματικά, το θεώρημα, σε Ευκλ.