στενάζω
English (LSJ)
A.Pr.696, etc.: fut.
A -άξω Aeschin.3.259, Lyc.973, (ἀνα-) E.IT656 (lyr.): aor. ἐστέναξα Diph.33.6, etc.:—Pass., pf. ἐστέναγμαι Lyc.412:—prop. Frequentat. of στένω, sigh deeply: generally, sigh, groan, A. l.c., Pers.1046 (lyr.), Eu.788 (lyr.), S.Ph.917; ἐπ' ἄτῃ Id.El.1299; σ. κακοῖς E.Alc.199; οἴκοις in the house, Id.Ph. 1035 (lyr.); freq. with a neut. Adj., οἰκτρόν, δεινὸν σ., Id.Supp.104, Med.1184; μέγα σ. Id.IT957, D.27.69; τί ἐστέναξας τοῦτο; why utteredst thou this moan? E.IT550: c. acc. cogn., παιᾶνα σ. Id.Tr. 578 (lyr.), cf. HF753 (lyr.); ἀρὰς τέκνοις Id.Ph.334 (lyr.); πηλίκον τί ποτ' ἂν στενάξειαν; D.23.210. 2 trans., bemoan, bewail, πότμον S.Ant.882 (lyr.), cf. OC1672 (lyr.), etc.; τινα E.Ph.1640, Ba. 1027.
German (Pape)
[Seite 935] Nebenform von στένω, stöhnen, seufzen, klagen; Aesch. Eum. 757. 784; Soph. Phil. 905; ἐπ' ἄτῃ, El. 1291; c. acc., beseufzen, beklagen, πότμον, Soph. Ant. 873, ὥς σε στενάζω, Eur. Phoen. 1634, Herc. Fur. 248 u. oft. – Man rechnet hinzu den aor. ἐστέναξα, der einfacher von στενάχω abzuleiten ist, τί ἐστέναξας τοῦτο; Eur. I. T. 550, wie adj. verb. στενακτέον, Suppl. 291; auch in Prosa, μέγα δ' ἂν οἴομαι στενάξαι τὸν πατέρα ἡμῶν, Dem. 27, 69.
Greek (Liddell-Scott)
στενάζω: Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ στένω, ἀναστενάζω συχνάκις, βαρέως, καθόλου, στενάζω, γογγύζω, οἰμώζω, Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· συχν. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οἰκτρόν, δεινὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 104, ἐν Μηδ. 1184· πολλά, μέγα στ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1143, ἐν Ι. Τ. 957· τί ἐστέναξας τοῦτο; διὰ τί γογγύζεις οὕτω; αὐτόθι 550· ἐντεῦθεν μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., παιᾶνα στ. ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 578, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 753· ἀρὰς τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 334· πηλίκον τί ποτ’ ἂν στενάξειαν; Δημ. 690. 18. 2) μεταβ. ἀναστενάζω διά τι, θρηνῶ τι, πότμον Σοφ. Ἀντ. 882, πρβλ. Ο. Κ. 1672, Εὐρ. Ι. Τ. 550, κτλ.· τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1640, ἐν Βάκχ. 1028, Δημ. 835. 12.
French (Bailly abrégé)
f. στενάξω, ao. ἐστέναξα, pf. inus.
Pass. seul. pf. ἐστέναγμαι;
1 intr. gémir : ἐπί τινι, τινι sur qqn ou sur qch;
2 tr. gémir sur, déplorer, acc..
Étymologie: στένω.
Spanish
English (Strong)
from στενός; to make (intransitively, be) in straits, i.e. (by implication) to sigh, murmur, pray inaudibly: with grief, groan, grudge, sigh.
English (Thayer)
1st aorist ἐστέναξα; (στένω, akin is German stohnen (cf. stentorian; Vanicek, p. 1141; Fick Part i. 249)); to sigh, to gross: Winer's Grammar, 353 (331)); ἐν ἑαυτοῖς, within ourselves, i. e. in our souls, inwardly, κατά τίνος, R. V. murmur). (The Sept.; Tragg., Demosthenes, Plutarch, others) [ COMPARE: ἀναστενάζω, σὑν᾿στενάζω. SYNONYM: cf. κλαίω, at the end.]
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω
2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω
αρχ.
1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ' ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ)
2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο του στένω με κατάλ. -άζω (πρβλ. στέμβω: στεμβάζω)].
Greek Monotonic
στενάζω: μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ἐστέναξα (στένω)·
I. αναστενάζω συχνά, βαριαναστενάζω γενικά, αναστενάζω, βαριαναστενάζω, οδύρομαι, αγκομαχώ, γογγύζω, σε Τραγ.· τί ἐστέναξας τοῦτο; γιατί αναστενάζεις έτσι; σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., παιᾶνα στενάζω, στον ίδ.
II. μτβ., θρηνώ, πλαντάζω, γογγύζω, θρηνολογώ, ολοφύρομαι, σε Σοφ. κ.λπ.