παρατεκταίνω

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

German (Pape)

[Seite 502] verzimmern, falsch zimmern, durch Zimmern verderben, übertr., αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, Od. 14, 131, ein Wort verfälschen, Lügen schmieden; ohne den tadelnden Nebenbegriff Il. 14, 54, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, Zeus könnte es nicht anders machen; Hesych. erkl. παρὰ τὰ ὄντα κατασκευάσειεν. – Daneben bauen, Plut. Pomp. 40.

French (Bailly abrégé)

construire auprès;
Moy. παρατεκταίνομαι;
1 fabriquer faussement, forger, imaginer;
2 dénaturer, changer.
Étymologie: παρά, τεκταίνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.-αρχ.
ενεργώ κατά έναν άλλο τρόπο («οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με ξύλο) μετασχηματίζω, δίνω άλλο σχήμα ή μορφή
2. μέσ. παρατεκταίνομαι
αλλοιώνω, μεταβάλλω, πλάθω ψεύδη («αἶψά κε... ἔπος παρατεκτήναιο», Ομ. Οδ.)
3. οικοδομώ πλησίον, κτίζω κοντά («παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- τεκταίνω «κατασκευάζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρατεκταίνω: 1) строить рядом (θέατρον Plut.);
2) med. (aor. opt. παρατεκτηναίμην) переустраивать, переделывать: οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο Hom. и Зевс не мог бы переустроить по-иному;
3) med. искажать, перевирать: ἔπος π. Hom. лгать, выдумывать.