ἄκος
English (LSJ)
εος, τό, (ἀκέομαι)
A cure, remedy, c. gen. rei, κακῶν Od.22.481, etc.; νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71; κύβους . . τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4; κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj.363: abs., ἄ. εὑρεῖν Il.9.250; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp.367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg.910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr.121; ἄ. τομαῖον A.Ch.539: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to... Id.Pr.43. 2 means of obtaining a thing, c. gen., σωτηρίας E.Hel.1055.
German (Pape)
[Seite 78] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε θέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκος: -εος, τό, (ἀκέομαι) = θεραπεία, ἴασις, ἀνακούφισις, καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν ἀργίας ἄκος, Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς ἄκος, ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. ἄκος εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ σημασία, Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - ἄκος [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς εἶναι νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède ; κακῶν OD contre des maux ; ἄκος οὐδέν avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, litt. cela ne remédie à rien de.
Étymologie: apparenté avec ἦκα et ἀκέω, ἀκέομαι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰκος
1 remedy met. καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.18) εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος i. e. wine (Pae. 4.26)
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 remedio, solución, alivio como obj. de los verbos εὑρεῖν Il.9.250, ἐξευρεῖν Hdt.4.187, δίζησθαι Hdt.1.94, λαβεῖν E.Ba.327, ἐκπονεῖν A.Supp.367, ἄκος τινι ποιεῖσθαι poner remedio a algo Pl.Lg.910a
•esp. como ac. int. en la locución ἄ. τέμνειν, ἐντέμνειν (fig. sobre el corte de hierbas medicinales) procurar un remedio A.A.17, E.Andr.121, de ahí ἄκος τομαῖον A.Ch.539
•c. gen. ἄ. κακῶν Od.22.481, cf. A.Pers.631, E.Alc.135, πόνων E.Andr.121, θανάτοιο h.Ap.193, πλαγᾶν Pi.N.3.18, c. inf. ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι A.Pr.43
•fig. del alma, Heraclit.B 68
•en sent. médico remedio ref. tanto a dieta como a medicamentos, Hp.Acut.2, cf. Hum.1.
2 medio c. gen. σωτηρίας E.Hel.1055, ἄκη σωτήρια Ph.1.628. • DMic.: a-ke-a2 (??).
• Etimología: De *i̯eH2k-/*iH2k-, cf. airl. hīcc ‘salud’, galés īach.
Greek Monolingual
ἄκος (-ως), το (Α)
1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό
2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή
3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού
4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους, όπως αρχ. ιρλ. hῑcc «θεραπεία», που ανάγονται σε ΙΕ yēk- / yək- «θεραπεύω». Στη ρίζα αυτή οδηγούν και οι δασυνόμενοι διαλεκτικοί τ. ἀφακεῖσθαι και ἐφακεῖσθαι του παραγώγου ρ. ἀκοῦμαι. Οι τ. ἄκος, ἀκοῦμαι κ.τ.ό. πρέπει να είναι ιωνικοί με ψίλωση, αφού μάλιστα απαντούν σπάνια στον αττικό λόγο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσφόρος, ἀνακής, ἀνηκής, εὐήκης, πανακής.
Greek Monotonic
ἄκος: -εος, τό (ἀκέομαι),
1. γιατρειά, θεραπεία, ίαση, περίθαλψη, ανακούφιση για κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ἄκος εὑρεῖν, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κατά ιατρική φρασ., ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, πρβλ. ἐντέμνω II.
2. μέσο με το οποίο αποκτάται κάτι, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκος: εος τό способ устранения (κακῶν Hom.); средство для достижения (σωτηρίας Eur.): ἄ. οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι Aesch. бесполезно сетовать о нем; ἄκεα διζησθαι Her. изыскивать способы; ἄ. τινὸς ἐκτέμνειν Aesch. или τέμνειν Eur. приготовлять лекарство против чего-л.