μεταχωρέω
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
A go to another place, remove, τόπων μετά ποι χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε A.Pr.1060 (anap.); μ. εἰς [χώραν] X.HG3.4.26; τὸ ᾠὸν μ. κάτω Arist. GA754b29; of the foetus in the womb, change its place, Hp. Septim.4; of birds of passage, migrate, ἐς τὴν Λιβύην Ar.Av.710; of men, emigrate, Th.2.72; withdraw from a conference, ἐκ τῶν λόγων Id.5.112; go over to another party, Plu.Demetr.29; μ. εἰς τἀναντία, of syllables, D.H.Comp.11; change, εἰς φύσιν τινός Ael.NA9.43.
German (Pape)
[Seite 157] weg- u. wo anders hingehen; τόπων μετά που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχωρέω: ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον τόπον, μεταβάλλω τόπον, μετοικῶ, ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. κάτω Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, ἀπέρχομαι, ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, μεταναστεύω, Θουκ. 2. 72· ὡσαύτως, ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, ὁ αὐτ. 5. 112· μεταβαίνω εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς τἀναντία Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de lieu, se transporter, s’en aller;
2 se transformer.
Étymologie: μετά, χωρέω.
Greek Monotonic
μεταχωρέω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω σε άλλο τόπο, αποσύρομαι, αποδημώ, μεταναστεύω, σε Αισχύλ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταχωρέω: перемещаться, переселяться, переходить (ἐς τὴν Λιβύην Arph.): τόπων μετά ποι χωρεῖτ᾽ ἐκ τῶνδε Aesch. уходите из этих мест; μ. κάτω Arst. переходить вниз, опускаться; ἑκουσίως μ. πρός τινα Plut. добровольно сдаться кому-л.