σμύχω
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
[ῡ], aor. ἔσμυξα (κατ-) Il.9.653, AP5.253 (Paul.Sil.) (simple
A σμῦξαι Hsch.):—Pass., aor. 1 ἐσμύχθην (κατ-) Theoc.8.90; aor. 2 ἐσμύγην [ῠ] (ἀπ-) Luc.DMort.6.3: pf. ἔσμυγμαι (κατ-) Hld.7.21:— burn in a slow, smouldering fire, make a thing smoulder away (cf. κατασμύχω): metaph. of grief, τεῖρ' ὀδύνη σμύχουσα A.R.3.762; κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα ib.446:—Pass., smoulder away, Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο Il.22.411; by the fires of love, Mosch.Fr.2.4; by suspicion, Hld. 1.16; πυρετὸς -όμενος Gal.11.25; σμύχονται σάρκες are shrivelled, Aret.SD1.8.
German (Pape)
[Seite 912] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; ἔρως δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη μήτηρ, Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., ἔνδοθι δ' αἰεὶ τεῖρ' ὀδύνη σμύχουσα διὰ χροός, Ap. Rh. 3, 762.
Greek (Liddell-Scott)
σμύχω: ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου πυρός, κάμνω ὥστε νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. κατασμύχω· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ ὀδύνη σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «φθείρω, τρύχω».
French (Bailly abrégé)
ao. ἔσμυξα;
brûler ou consumer à petit feu.
Étymologie: R. Σμυχ, détruire ; cf. σμάω, σμήχω.
English (Autenrieth)
aor. inf. σμῦξαι, pass. pres. opt. σμύχοιτο: destroy by fire, <<>*<>>onsume, burn down, Il. 9.653 and Il. 22.411.
Greek Monolingual
Α
1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω
2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.)
3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.)
4. παθ. σμύχομαι
μτφ. λειώνω από τη φωτιά του έρωτα ή από υποψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)meukh- / (s)meug- «καπνίζω, καπνός», συνδέεται με αρμ. mux «καπνός», ιρλδ. mūch «καπνός» και προϋποθέτει τ. που περιέχει ηχηρό ληκτικό σύμφωνο (πρβλ. αγγλοσαξ. smēocan «καπνίζω», αγγλ. smoke «καπνίζω, καπνός»). Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί αν το -χ- του ελλ. τ. ανήκει στο θ. ή αν πρόκειται για το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω, τρύ-χω, ψύ-χω), το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει εμφατικά το τέλος της ενέργειας].
Greek Monotonic
σμύχω: [ῡ], αόρ. αʹ ἔσμυξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσμύχθην, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· υποκαίω, λιώνω, καίω σε σιγανή φωτιά — Παθ., καίγομαι σιγά σιγά, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
σμύχω: (ῡ) медленно сжигать: ὡς εἰ ἅπασα Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο Hom. словно весь Илион сгорал на медленном огне.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμύχω, alleen med.-pass. aor. pass. ἐσμύχθην, in comp. – εσμύγην door een smeulend vuur verbrand worden, wegsmeulen.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to cause to carbonise, to be consumed in a slow fire, to smoulder away, midd. to carbonise, to smoulder; on the use in Homer Graz Le feu dans l'Il. et l'Od. 250 ff.
Other forms: Aor. σμῦξαι (ep. since Il., late prose), pass. σμυχθῆναι (Theoc.), quite uncertain ἀποσμυγέντες (Luc. D Mort. 6, 3; s. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 31 ff.), perf. κατεσμυγμένη (Hld.).
Compounds: also with κατα-, ὑπο- a. o.
Derivatives: None.
Origin: IE [Indo-European] [371] *smeug(h)- smoke
Etymology: Formation like τρύχω, ψύχω; the late ἀποσμυγέντες, if at all here (s. ab.), is an analogical formation (cf. Schwyzer 760). Beside the primary σμύχω stands in Arm. a noun moux, gen. mx-oy smoke from IE *(s)mūkho- (Meillet MSL 8, 294 with Bugge). A close counterpart is Celt. with OIr. mūch, Welsh mwg fire (IE *mūk(h)-; Fick 2, 218). In Germ. there is a primary verb with diphthong and final IE media, e. g. OE smēocan smoke, fumigate (IE *smeug-), beside zero grade smoca m. (IE *smug-on-), smocian smoke' (Zupitza Germ. Gutt. 166; on the media in the doubtful ἀποσμυγέντες s. ab.). One adduced further from Balt.-Slav. Lith. smáug-iu, -ti strangle, string together, plague (prop. *by smoke?), which prob. must be explained diff. (s. Fraenkel s. v. w. lit.), Russ. etc. smúglyj dark, brown (prop. *"the colour of smoke"?; other interpretations possible, s. Vasmer s. v.). Uncertain and ambiguous also two Arm. adj.: murk, gen. mrk-oy singing (IE *(s)mugro-[?]), moyg brown, dark (IE *(s)mougho-[?]); s. H. Petersson KZ 47, 267. -- WP. 2, 688f., Pok. 971; older lit. also in Bq.