σιρός

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιρός Medium diacritics: σιρός Low diacritics: σιρός Capitals: ΣΙΡΟΣ
Transliteration A: sirós Transliteration B: siros Transliteration C: siros Beta Code: siro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.).    II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]

Greek (Liddell-Scott)

σιρός: ὁ βόθροςδοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεντύπος σειρός].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σιρός: [ῐ], ὁ, αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῐρός -οῦ, ὁ, later σειρός, graanopslagplaats.

Russian (Dvoretsky)

σῑρός: (Anth. ῐ) ὁ зернохранилище Eur., Dem.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pit for keeping corn, silo (Att. inscr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. a. late), also (metaph.) pitfall (Longus) and = δεσμωτήριον (H.; s. on κέραμος).
Other forms: Quantity changing, mostly short, later also σειρός).
Compounds: σιρο-μάστης m. "seeker of pits", probe, gauge (Ph. Bel., LXX a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Supposition by Solmsen IF 30, 11 and Persson Eranos 20, 80ff.: prop. "bending in, falling in" to σιμός (s. v.) etc.; not very satisfactory. -- Here also σίραιον n. (-ος οἶνος) boiled down must (com. a.o.)? -- Furnée 255 considers σίραιον as Pre-Greek because of the ending -αιον.

Middle Liddell

!σῐρός, οῦ, ὁ,
a pit or vessel for keeping corn, Dem.