κοίρανος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ὁ, poet. Noun (Boeot. for
A king, AB1095), ruler, leader, commander, 1 in war or peace, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Il. 2.487; κοίρανε λαῶν 7.234; οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω, εἷς βασιλεύς 2.204. 2 generally, lord, master, Od.18.106, Pi.N.3.62, A.Ag.549, S.OC1287, E.Med.71, al.—Rare in fem., Orph.Fr.38.
German (Pape)
[Seite 1470] ὁ (mit κάρα, κάρανος, wie mit κῦρος verwandt, vgl. auch τύραννος), der Herrscher, Gebieter, Befehlshaber im Kriege; Il. mehrmals κοίρανε λαῶν, z. B. 7, 234; καὶ ἡγεμών 2, 487; – im Frieden, der rechtmäßige Fürst, neben βασιλεύς Il. 2, 204; Gebieter, Herr, ξείνων κοίρανος εἶναι Od. 18, 106; Pind. N. 3, 59; Aesch. Ag. 535; ὁ τῆσδε τῆς γῆς κοίρανος Soph. O. C. 1289; ähnlich ἄναξ κοίραν' Ἀθηνῶν 1756; öfter bei Eur. u. sp. D.; Orph. beim Schol. Ap. Rh. 3, 1 sagt auch von den Musen αἱ γὰρ ἔασι κοίρανοι, wie Luc. Tragodop. 174 τῆς κοιράνου. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κοίρᾰνος: ὁ, ποιητ. ὄνομα, κυβερνήτης, ἄρχων, ἀρχηγός· 1) ἐν πολέμῳ ἢ ἐν εἰρήνῃ, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Ἰλ. Β. 487· κοίρανε λαῶν Η. 234· οὐκ ἀγαθὴ πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω εἷς βασιλεὺς Β. 204. 2) καθόλου, κύριος, δεσπότης, Ὀδ. Σ. 106. ― Ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 3. 108, Αἰσχύλ. Ἀγ. 549, Ο. Κ. 1287, 1759, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. ― Σπαν. ἐν τῷ θηλ. γένει, Ὀρφ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1. Πρβλ. Ebert Diss. Sicul. σ. 62. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε κῦρος.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, qqf ἡ)
1 chef militaire;
2 chef, souverain, roi;
3 en gén. seigneur, maître.
Étymologie: cf. κῦρος.
English (Autenrieth)
(cf. κῦρος): lord, ruler, master, Od. 18.106.
English (Slater)
κοίρᾰνος
1 king κοίρανοςΜέμνων (N. 3.62)
Spanish
Greek Monolingual
κοίρανος, ὁ, σπαν. και θηλ. (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αρχηγός σε πόλεμο ή σε ειρήνη («ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κύριος, δεσπότης, άρχοντας («μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών», Ομ. Οδ.)
3. (στους Βοιωτούς) ο βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοίρανος εμφανίζει θ. κοιρο- ή κοιρα- < κοῖρος ή κοῖρα, αντιστοίχως, που σχηματίστηκαν από την ΙΕ ρίζα koryo- «πόλεμος, στρατός» με επένθεση (πρβλ. γοτθ. harjis «στρατός», λιθουαν. karias, με την ίδια σημ., μέσο ιρλδ. cuire «ομάδα-στρατός»). Και τα δύο αυτά θέματα της λ. κοίρανος απαντούν σε σπάνια ανθρωπωνύμια, όπως είναι τα Κοιρό-μαχος και Κοιρά-τᾱς < Κοιρατᾱδᾶς. Το επίθημα -νος της λ. απαντά και σε λ. άλλων γλωσσών (όχι μόνο ινδοευρωπαϊκών), με γενική σημ. «κυρίαρχος» (πρβλ. λατ. dominus αλλά και αρχ. σκανδ. herjann).
ΠΑΡ. αρχ. κοιρανήος, κοιρανία, κοιρανίδης, κοιρανικός, κοιρανώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικοίρανος, παγκοίρανος, πολυκοίρανος.
Greek Monotonic
κοίρᾰνος: ὁ (κῦρος), κυβερνήτης, αρχηγός, άρχοντας, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
κοίρᾰνος: ὁ, редко ἡ повелитель, властитель (λαῶν, κ. καὶ ἡγεμών Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίρανος -ου, ὁ heerser, bevelhebber, uitbr. meester:. ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι meester zijn over vreemdelingen en bedelaars Od. 18.106.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ruler, commander, lord (Il.).
Compounds: rarely as 2. member, e. g. πολυ-κοίρανος ruling many (A. Fr. 238, lyr.) with πολυκοιρανίη ruling many (Rhian. 1, 10); but Β 204 = ruling of many with the first member as subject; the 2. member is verbal noun to κοιρανέω.
Derivatives: κοιρανίδαι pl. sons of rulers, members of the ruling house (S. Ant. 940; Fraenkel Nom. ag. 2, 20); κοιρανῃ̃ος and κοιρανικός belonging to the ruling house (late poets); κοιρανίη dynasty (D. P., APl.; s. above); κοιρανέω rule (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [515] *kor(i)os war, army
Etymology: With κοίρανος agrees (except the middle vowel) OWNo. herjann surname of Odin; given the productivity of the no-suffix, esp. in words of this meaning (Lat. dominus : domus, Goth. Þiudans king : Þiuda people etc.), the word need not be an old inheritance. But the basis is in any case common, i. e. a word for army, fighting group with representatives in Germanic, Baltic and Celtic, e. g. Goth. harjis army, Lith. kãrias id., MIr. cuire m. crowd, group, Gaul. Tri-, Petru-corii people's-namen ("consisting of three, resp. four tribes"), IE. *kori̯os. In Greek too the word has existed, also in proper name like Κοιρό-μαχος, Κοιρατάδας (Solmsen Glotta 1, 76ff.). - Beside IE. *kori̯os there was without i̯o- *kor(o)- in Lith. kãras war, OPers. kāra- army, people. Further details in Pok. 615f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. kãr(i)as. - In Greek κοίρανος was replaced by ἄναξ and βασιλεύς; s. vv.