περιφρονέω
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
A compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.Nu. 225 ; τὰ πράγματα ib.741. II contemn, despise, τινας Th.1.25; τὰ δαιμόνια D.H.1.71, etc.: c. gen., τοῦ ζῆν Pl.Ax.372b; τοῦ πιθανοῦ Plu.Thes.1, cf. Ael.Tact. Praef.3, etc.: metaph., of diseases or difficult patients, defy remedies, Alex. Trall.1.15, Archig. ap. Aët.6.8:— Pass., J.AJ4.5.2. III intr., to be very thoughtful, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Pl.Ax.365b (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 599] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρονέω: σκέπτομαι περί τινος, περισκοπῶ, ἐξετάζω αὐτὸ πανταχόθεν, περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «περιεργάζομαι καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, αὐτόθι 734. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπερφρονέω, καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι περίφρων, συνετός, σκεπτικός, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 méditer sur tous les points examiner à fond, acc.;
2 regarder de côté, dédaigner, mépriser.
Étymologie: περί, φρονέω.
English (Strong)
from περί and φρονέω; to think beyond, i.e. depreciate (contemn): despise.
English (Thayer)
περιφρόνω;
1. to consider or examine on all sides (περί, III:1), i. e. carefully, thoroughly (Aristophanes nub. 741).
2. (from περί, beyond, III:2), to set oneself in thought beyond (exalt oneself in thought above) a person or thing; to contemn, despise: τίνος (cf. Kühner, § 419,1b. vol. 2, p. 325), Plutarch, others; τοῦ ζῆν, Plato, Ax., p. 372; Aeschines dial. Socrates 3,22).
Greek Monotonic
περιφρονέω: μέλ. -ήσω·
I. περικλείω σε σκέψεις, κάνω υποθέσεις σχετικά με, στοχάζομαι για κάτι, τὸνἥλιον, σε Αριστοφ.
II. παραβλέπω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιφρονέω:
1) всесторонне обдумывать (τὰ πράγματα Arph.);
2) презирать (τινα Thuc., Arph. и τινος Plat., Plut., NT): π. τοῦ πιθανοῦ Plut. выходить за пределы вероятного (досл. пренебрегать вероятием);
3) быть разумным: περιφρονοῦσα ἡλικία Plat. разумный, т. е. зрелый возраст.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φρονέω nadenken, peinzen over, bestuderen:. περιφρονῶ τὸν ἥλιον ik bestudeer de zon Aristoph. Nub. 225. minachten, met acc. of gen.. περιφρονοῦντες δὲ αὐτούς omdat zij hen minachtten Thuc. 1.25.4; ὅπου δ ’ ἂν... τοῦ πιθανοῦ περιφρονῇ maar waar (het verhaal) geen respect toont voor geloofwaardigheid Plut. Thes. 1.5.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.
II. to overlook, to contemn, despise, Thuc.