ἱερατικός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ή, όν,
A priestly, sacerdotal, θυσίαι Arist.Pol.1285b10; ὑπομνήματα Plu.Marc.5; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a; ὀνόματα Luc.Philops.12; λόγος Ptol.Tetr. 87 (-ατητικός codd.); βίος Jul.Ep.89b; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt.290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr.399. Adv. -κῶς in a sacerdotal sense, ib.256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.; σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1. 2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142. II devoted to sacred purposes, τὰ ἱ. the sacred fund, IGRom.3.1137 (Syria, iii A.D.). III ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.
German (Pape)
[Seite 1240] priesterlich, den Priester betreffend; θυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέθοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερατικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, θυσίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 5., 2. 34Ε, 729Α· ἡ ἱερατικὴ (δηλ. τέχνη) = ἱερατεία, Πλάτ. Πολιτικ. 290D· οἱ ἱερατικοί, ἡ τάξις τῶν ἱερέων, Ἡλιόδ. 7. 11. ΙΙ. ἀφιερωμένος εἰς ἱεροὺς σκοπούς, Λουκ. Φιλοψ. 12· τὰ ἱερατικά, τὸ ἱερὸν ταμεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 4595· ἴδε ἱερογλυφικός. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 168D, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de prêtre, sacerdotal;
2 destiné ou propre aux usages sacrés.
Étymologie: ἱεράομαι.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱερατικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» — μορφή εξέλιξης της ιερογλυφικής στην Αίγυπτο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
το ιερατείο
αρχ.
1. ο αφιερωμένος σε ιερό σκοπό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱερατική
(ενν. τέχνη) η ιερατεία, το αξίωμα του ιερέα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱερατικοί
η τάξη τών ιερέων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
ονομασία εμπλάστρου
5. φρ. «ἱερατικὴ βύβλος» ἡ «ἱερατικὸς χάρτης» — ονομασία παπύρου.
επίρρ...
ιερατικώς και -ά (ΑΜ ἱερατικῶς)
1. με ιερατικό τρόπο
2. από ιερατική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατεύω)].
Greek Monotonic
ἱερᾱτικός: -ή, -όν (ἱερεύς)·
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο λειτούργημα του ιερέα, ιερατικός, σε Αριστ., Πλούτ.
II. αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερᾱτικός:
1) жреческий (θυσίαι Arst., Plut.);
2) обрядовый, культовый, священный (ὀνόματα Luc.; στέφανος Plut.).
Middle Liddell
ἱερᾱτικός, ή, όν ἱερεύς
I. of or for the priest's office, priestly, Arist., Plut.
II. devoted to sacred purposes, Luc.