ἀπαράβατος

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράβᾰτος Medium diacritics: ἀπαράβατος Low diacritics: απαράβατος Capitals: ΑΠΑΡΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: aparábatos Transliteration B: aparabatos Transliteration C: aparavatos Beta Code: a)para/batos

English (LSJ)

ον,

   A unalterable, εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293; τάξις Plu.2.410f; ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15; infallible, προρρήσεις Iamb.VP28.135, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. -τως Chrysippsipp.Stoic.2.279.    2 inviolable, κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18 (i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.).    3 permanent, perpetual, ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24.    3 Act., not transgressing, J.AJ18.8.2; ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA10p.435M. Adv. -τως Arr.Epict.2.15.1.

German (Pape)

[Seite 279] 1) nicht zu übertreten, unverletzbar, νόμος Epict., wie Plut. Symp. 9, 14, 6; fest, unwandelbar, θεῖος λόγος fat. 1, oft. – 2) nicht auf einen Andern übergehend, ἱερωσύνη ep. Hebr. 7, 27; die bestimmten Grenzen nichtüberschreitend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράβατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, ὅθεν ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, ἀμετάβλητος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas transgresser.
Étymologie: ἀ, παραβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr. y n. de acción
1 que no puede ser transgredido ἀ. ἐπιπλοκή la inalterable concatenación causal Chrysipp.Stoic.2.293, εἱρμὸς ... αἰτιῶν Chrysipp.Stoic.2.266, τάξις Plu.2.410f, M.Ant.12.14, (ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα) Ocell.1.15.
2 inviolable, perpetuo κύρια καὶ ἀπαράβατα PRyl.65.18 (I a.C.), ἄτρωτα καὶ ἀσάλευτα καὶ ἀπαράβατα PLond.1015.12 (VI d.C.), ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24, καὶ πᾶν τὸ βέλτιστον φαινόμενον ἔστω σοι νόμος ἀ. y que sea para ti ley inviolable todo lo que te parezca mejor Epict.Ench.51.2, πράσις PGrenf.1.60.7 (VI d.C.), παράδοσις Basil.M.32.117A.
II gener. de pers.
1 que no incumple εἰς νῦν ἀπαράβατοι μεμενηκότες I.AI 18.266, ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA 10.13.
2 que no falla, infalible de pers. Cat.Cod.Astr.8(4).215
de abstr. προρρήσεις ... σεισμῶν ἀπαράβατοι Iambl.VP 135, τοῦτο ἀπαράβατον Philum.Ven.4.14, cf. Procl.CP Or.M.65.728A.
III adv. -τως
1 inalterablemente γίγνεσθαι Chrysipp.Stoic.2.279.
2 inflexiblemente ἐμμένειν Arr.Epict.2.15.1, προβλέπειν Didym.Trin.2.7.12.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παραβαίνω; not passing away, i.e. untransferable (perpetual): unchangeable.

English (Thayer)

ἀπαράβατον (παραβαίνω), from the phrase παραβαίνειν νόμον to transgress i. e. to violate, signifying either unviolated, or not to be violated, inviolable: ἱερωσύνη unchangeable and therefore not liable to pass to a successor, Lob. ad Phryn., p. 313; in Josephus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαράβατος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί
αρχ.
1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός
2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀπαράβᾰτος: -ον (παραβαίνω), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί κάποιος ή να τον μεταβάλλει σε κάτι άλλο, αυτός που δεν παρέρχεται, αμετάτρεπτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράβατος: нерушимый (ἡ νενομισμένη τάξις Plut.).

Middle Liddell

παραβαίνω
not passing over to another, not passing away, unchangeable, NTest.

Chinese

原文音譯:¢par£batoj 阿-爬拉-巴拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-在旁-步的
字義溯源:不終止的,不可交換的,永久的,不可侵犯的,長久不更換的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(παραβαίνω)=違反)組成;其中 (παραβαίνω)又由(παρά)*=旁,出於)與(βάσις)=腳步)組成,而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。這字本意是不更換的,或永久的。和合本把兩個意思併在一起:長久不更換的( 來7:24)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 長久不更換的(1) 來7:24