ἀνεύθετος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, A inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: ἀ, εὔθετος.
Spanish (DGE)
-ον
inconveniente ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν como el puerto no fuera adecuado para invernar, Act.Ap.27.12.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and εὔθετος; not well set, i.e. inconvenient: not commodious.
English (Thayer)
ἀνευθετον, not convenient, not commodious, not fit: Moschion 53).)
Greek Monotonic
ἀνεύθετος: ον, ακατάλληλος, ανεπίκαιρος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύθετος: неприспособленный, непригодный (πρός τι NT).
Middle Liddell
inconvenient, NTest.
Chinese
原文音譯:¢neÚqetoj 安-由-帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-好-安置的
字義溯源:不適當,不利的情況,不合適的安放,不便;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(εὔθετος)=合適)組成;而 (εὔθετος)又由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)*=設立,安放)組成,其中 (εὖ / εὖγε)乃出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 不便(1) 徒27:12